Aγόρευση του Eλευθέριου Bενιζέλου κατά τις συζητήσεις στο κοινοβούλιο για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911 σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και τη δυνατότητα του κράτους να προβεί σε απαλλοτριώσεις με αποζημιώσεις, επιδιώκοντας το κοινό όφελος.


[...] "Eις το Κράτος, κύριοι, ουδείς ποτέ ημφεσβήτησε το δικαίωμα, όπως διά γενικών περιορισμών αφαιρή από την ιδιοκτησίαν μέρος της αξίας αυτής άνευ μάλιστα αποζημιώσεως, οσάκις επιβάλλει τας γενικάς λεγομένας δουλείας. Εις το Κράτος ακόμη κανείς δεν ημφεσβήτησε ποτέ το δικαίωμα, όπως ψηφίζη, υπαρχούσης σπουδαίας κοινωνικής ανάγκης, νόμον με αναδρομικήν δύναμιν, πλήττοντα και αυτά τα περιουσιακά δικαιώματα, τα οποία εκτήθησαν νομίμως υπό το κράτος των τέως κρατούντων νόμων. Το άτομον εν τω δικαιώματι της ιδιοκτησίας εν έχει δικαίωμα, να απαιτήση από την Πολιτείαν όπως πάντοτε σεβασθή την ιδιοκτησίαν του, μηδέποτε λαμβάνουσα αυτήν άνευ προηγουμένης αποζημιώσεως, μηδέποτε αφαιρούσα απ' αυτό ταύτην, εκτός διά λόγους κοινού συμφέροντος. Αλλά πέρα της αντιλήψεως ταύτης είνε αδύνατον να δεχθή η νεωτέρα αντίληψις του Κράτους τον ιδιώτην ερχόμενον να αντιμετωπίση ολόκληρον το κοινωνικόν συμφέρον, ίνα είπη 'Εμμένω εις το να έχω ταύτην την ιδιοκτησίαν ειδικώς και δεν δέχομαι ως αντάλλαγμα αυτής ουδέ την πλήρη αξίαν της όχι δι' άλλον τινά λόγον, αλλά διότι ούτω μοι αρέσκει'. (Χειροκροτήματα). Η κυριότης, εάν τοιτούτον είχε περιεχόμενον, θα μετεβάλλετο από κυριότητα, της οποίας το περιεχόμενον δικαιούται να ρυθμίση ο νόμος, εις κυριαρχίαν δημοσίου δικαίου. Αλλά την κυριαρχίαν ενασκεί μόνο το Κράτος, και είνε αληθώς περιέργον πώς, ενώ ουδείς αμφισβητεί το δικαίωμα του Κράτους διά την κατασκευήν μιας πλατείας, η οποία χρησιμεύει συνήθως διά τον εξωραϊσμόν μιας πόλεως ή μιας κωμοπόλεως, πώς, λέγω, ενώ διά την κατσκευήν μιας πλατείας ουδείς αμφισβητεί το δικαίωμα εις το Κράτος να αφαιρέση την ιδιοκτησίαν από πλείονας πτωχούς οικογενειάρχας, να αφαιρέση αυτόν τον οίκον, υπό τον οποίον στεγάζονται, υπό τον όρον του να παράσχη εις αυτούς πλήρη αποζημίωσιν διά την στέρησιν της περιουσίας αύτης, εν τούτοις αμφισβητείται το δικαίωμα εις το Κράτος να έλθη να αφαιρέση είτε μέρος μιας ιδιοκτησίας μεγάλης, ίνα αποκαταστήση τους κατοίκους του μέρους τούτου, οι οποίοι υπάρχουν άστεγοι, οι οποίοι αυτοί και οι πρόγονοι αυτών κατώκησαν πάντοτε το μέρος αυτό, εζύμωσαν αυτό διά του ιδρώτός των, περιέχει δε η γη τα οστά των πατέρων των και των τέκνων των ακόμη.

Η δε αμφιβολία αύτη κατά του δικαίωματος του Κράτους λαμβάνει διαστάσεις εξεγειρούσας την κοινήν συνείδησιν, όταν πρόκειται ουχί περί συνήθους μεγάλου κτήματος, αλλά περί τσιφλικίου, οποίον τούτο έχει διαμορφωθή εν Θεσσαλία, περί κτήματος δηλαδή, το οποίον ανήκει εις εν και μόνον πρόσωπον, περί κτήματος, το οποίον υπό τοιαύτην έννοιαν αποτελεί είδος μονοπωλίου διά τον κύριον, ενώ από του άλλου μέρους όλος ο πληθυσμός του μέρους εκείνου είνε όλος ακτήμων και δεν έχει ουδέ την στέγην ακόμη, ίνα στεγασθή ως ιδίαν αυτού".[...]

Γ. Θ. Mαυρογορδάτος, Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909 - 1940, Aθήνα - Kομοτηνή, Σάκκουλας, χ.χ., σ. 103-195.