Ο Ησίοδος έχει συμπεριλάβει στο Έργα και Ημέραι πολυάριθμα προτρεπτικά γνωμικά, γι' αυτό και το έργο του χαρακτηρίζεται ως διδακτικό έπος. Όμως πολύ λίγα πληροφορούμαστε απ' αυτό για τον τρόπο επιβολής των κανόνων στους παρεκκλίνοντες. Μία φορά γίνεται λόγος για τη «χαρά για τους γειτόνους» και μία φορά για την «κακή φήμη στους ανθρώπους». Στην κοινότητα ενός χωριού, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, η κοινή γνώμη, το κουτσομπολιό και ο χλευασμός έχουν εντελώς διαφορετική σημασία απ' ό,τι σήμερα. Ο καθένας κρίνεται με τα ισχύοντα πρότυπα συμπεριφοράς κι έτσι αποφασίζεται η εντιμότητα ή η ανεντιμότητά του. Ο χλευασμός μπορεί να υποβιβάσει την υπόληψή του στο χωριό και να προκαλέσει σχόλια πίσω από την πλάτη του. Έτσι χτίζονται γύρω απ' αυτό το άτομο αόρατοι τοίχοι που το αποκλείουν από την κοινότητα. Ο χλευασμός και τα σχόλια μπορούν να καταστρέψουν την αξιοπρέπειά του και ο φόβος αυτής της απώλειας είναι συχνά τόσο έντονος που μια επιπλέον ποινή περιττεύει.

Τα σχόλια και ο χλευασμός εμφανίζονται σιγά σιγά και άλλοτε είναι ηπιότερα και άλλοτε οξύτερα. Γι' αυτό και οι εν λόγω ποινές ονομάζονται ασαφείς. Η περιθωριοποίηση που επιφέρουν μπορεί να φτάσει μέχρι και στον αποκλεισμό του ατόμου από την κοινότητα των γειτόνων: «Aυτόν που σ' αγαπάει να καλείς σε τραπέζι, και τον εχθρό σου άσ' τον». Όποιος αρνείται τη βοήθειά του στο γείτονα δεν μπορεί πια ούτε κι ο ίδιος να υπολογίζει στην αλληλεγγύη των γειτόνων: «Στον ανοιχτοχέρη κανείς δίνει, στο σφιχτοχέρη δε δίνει κανείς». Από τους παραπάνω στίχους του Ησιόδου δεν μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε αν οι γείτονες αυτοδικούσαν και αν εξόριζαν απ' το χωριό ή και αν ακόμη σκότωναν τον παραβάτη. Ο ποιητής προειδοποιεί: ο αδικαιολόγητος σφετερισμός ξένης περιουσίας οδηγεί στο θάνατο, αφήνει όμως ανοιχτό το θέμα αν η εν λόγω τιμωρία εκτελούνταν από την ίδια την κοινότητα ή αν η θεία δίκη έφερνε αναπόφευκτα το θάνατο.

Περαιτέρω ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη ασαφών κυρώσεων βρίσκουμε στο Σημωνίδη τον Αμοργινό, έναν ποιητή που έζησε γύρω στο 600 π.Χ. Στο έργο του Κατάλογος των γυναικών η γυναίκα που κατάγεται από τον πίθηκο περιγράφεται ως τόσο τρομακτικά άσχημη που όταν περπατάει στο δρόμο προκαλεί το γέλιο σε όλους τους ανθρώπους. Αυτή όμως δεν αντιλαμβάνεται τον περίγελο. Με ειρωνεία και χαιρεκακία αντιδρούσε η γειτονιά και όταν μια γυναίκα απατούσε το σύζυγό της, παρόλο που αυτός τη θεωρούσε υπόδειγμα πίστης. Άλλοι πάλι φοβούνταν μήπως δυσφημιστούν στη γειτονιά λόγω της γυναίκας τους. Άρα, η καλή φήμη του αρχηγού του οίκου (pater familias) εξαρτιόταν σε καθοριστικό βαθμό και από τη φήμη της συζύγου του.

Το γεγονός ότι λυρικοί ποιητές, όπως ο Σημωνίδης, συνέγραφαν τέτοια σκωπτικά ποιήματα αποδεικνύει ότι η λαϊκή ειρωνεία αυτού του είδους ήταν ευρέως διαδεδομένη στην αρχαϊκή Ελλάδα. Οι ιαμβογράφοι ήταν εκείνοι που κάλυπταν αυτή την ειρωνεία με ποιητικά λόγια και έτσι την ανήγαν σε λογοτεχνική μορφή, χωρίς εμείς σήμερα να μπορούμε να αποφασίσουμε αν άδονταν αυτά τα τραγούδια μόνο για να ψυχαγωγήσουν το κοινό ή αν ο τραγουδιστής τα απήγγελλε μπροστά στην πόρτα του επιπληττόμενου. Ένα από τα γνωστότερα άσματα είναι αυτό του Αρχίλοχου κατά του Λυκάμβη. Σύμφωνα με τη μεταγενέστερη παράδοση ο Λυκάμβης είχε υποσχεθεί στον Αρχίλοχο να του δώσει τη μεγαλύτερη κόρη του για γυναίκα, έπειτα όμως πήρε πίσω την υπόσχεση γάμου. Κι έτσι ο Λυκάμβης έγινε αντικείμενο σχολίων. Λέγεται ότι ο Αρχίλοχος επιτέθηκε στο Λυκάμβη μέσα απ' τα τραγούδια του, τον ειρωνευόταν και τον κατηγορούσε πως πάτησε τον όρκο και αψήφησε την κοινότητα. Τα αποσπάσματα περιέχουν εν μέρει έντονες ύβρεις κατά της μεγαλύτερης κόρης του Λυκάμβη. Ακόμη και η μικρότερη αδερφή κακολογήθηκε. Οι κατηγορίες και οι προσβολές του σκωπτικού άσματος λέγεται πως οδήγησαν το Λυκάμβη και τις δύο κόρες του στην αυτοκτονία.

Ο φόβος του χλευασμού και των σχολίων είχε επίδραση στην κοινωνική συμπεριφορά των χωρικών. Ήταν συγκρατημένοι, για να μη διακινδυνεύσουν να στραφούν εναντίον τους επιθέσεις που προορίζονταν για κάποιον γείτονα. Γι' αυτό και σύμφωνα με τους παραινετικούς στίχους δεν πρέπει να αναμειγνύεται κανείς στα κακοπροαίρετα σχόλια του χωριού: «Tης γλώσσας είναι ο θησαυρός στους ανθρώπους ο καλύτερος της λιγόλογης και η πιο χαριτωμένη είναι η μετρημένη. Aν κακά μιλήσεις, γρήγορα θα σε μιλήσουν χειρότερα» (στ. 719-721). «Έτσι να κάνεις· και ν' αποφεύγεις την κακή φήμη στους ανθρώπους, γιατί η φήμη και κακή είναι κι ελαφρά υψώνεται πολύ εύκολα, και βαριά να την βαστάς, δύσκολη να την ξεφορτωθείς. Kαμιά φήμη δε χάνεται ολότελα, αν πολλοί άνθρωποι τη διαδώσουν· γιατί κι αυτή είναι θεά» (στ. 760-764).

Αυτός ο χαρακτηριστικός για τις αγροτικές κοινωνίες τρόπος επικοινωνίας ονομάζεται ελαττωμένη επικοινωνία. Κρίσεις για άλλους ισότιμους κατοίκους του χωριού εκφέρονται μόνο με μεγάλη προσοχή και στην κουβέντα αναμειγνύεται κανείς μόνο με επιφύλαξη. Ο ασυλλόγιστος λόγος θα μπορούσε να προκαλέσει φήμες και αδιακρισίες και να εξελιχθεί εις βάρος αυτού που τον ξεστόμισε.

Ακόμη λοιπόν και στις κοινωνικές επαφές και στους τρόπους επικοινωνίας παρατηρείται η προσπάθεια σταθεροποίησης της κοινωνικής τάξης στο χωριό. Δημόσιοι χώροι, όπως για παράδειγμα η αγορά, όπου οι βασιλείς απέδιδαν δικαιοσύνη, ή το σιδηρουργείο, όπου οι τεμπέληδες χωρικοί, οι μεροκαματιάρηδες και οι χρεοφειλέτες κάθονταν άεργοι γύρω από τη φωτιά, αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση: «Προσπέρασε το κάθισμα του χαλκουργού και τη συντροφιά στη λιακάδα την εποχή του χειμώνα».

Το ίδιο παρατηρείται και σε σημερινές αγροτικές κοινωνίες. Σε όποιον συχνάζει σ' αυτά τα μέρη προσδίδεται το στίγμα της τεμπελιάς και της φτώχειας. Αντίθετα η κοινωνική επαφή μεταξύ ισότιμων χωρικών μέσα στον οίκο προστατεύεται έντονα, γιατί έτσι συνειδητοποιεί κανείς τους κανόνες που ισχύουν στο χωριό.


 

Κατά την Αρχαϊκή περίοδο η δημιουργία σκωπτικών ποιημάτων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Μέσω αυτών σχολιάζονταν και καυτηριάζονταν οι ενέργειες που έρχονταν σε αντίθεση με τους ηθικούς νόμους της κοινότητας. Με ένα αντίστοιχο ποίημα επιτέθηκε ο ποιητής Αρχίλοχος στο Λυκάμβη, όταν εκείνος αθέτησε το λόγο του και αρνήθηκε να δώσει στον ποιητή την κόρη του για γυναίκα. Ανάγλυφη πλάκα με παράσταση του Αρχίλοχου ξαπλωμένου σε κλίνη σε σκηνή νεκρόδειπνου ή συμποσίου. Περίπου 500 π.Χ.