ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Σάρδεις     Έφεσος     Ανεμούριο

Έφεσος, μία σημαντική θρησκευτική πόλη
  Τα εντυπωσιακά λείψανα της Εφέσου μαρτυρούν την ευημερία της πόλης στους Πρώιμους Bυζαντινούς χρόνους. Μεγάλα κτήρια όλων των τύπων διασώθηκαν από την αρχαία περίοδο της πόλης, ενώ χτίστηκαν και καινούρια: το ανάκτορο του κυβερνήτη, εντυπωσιακές στοές, πλούσια λουτρά και μεγάλα σπίτια. Η Αρκαδιανή οδός (που χρονολογείται στη βασιλεία του Αρκαδίου, 395-408) ένωνε το κέντρο της πόλης με το λιμάνι. Είχε μήκος 600 μέτρα, στο οδόστρωμα πλάκες ασβεστόλιθου και μαρμάρου, στα πεζοδρόμια ψηφιδωτά και τη νύχτα φωτιζόταν με λυχνάρια. Ο περίπου σύγχρονος έμβολος ήταν πεζόδρομος με κιονοστοιχίες και κοσμούνταν με αγάλματα και αφιερώματα. Η οδός του Ευτροπίου, επίσης με κιονοστοιχία εκατέρωθεν, συνέδεε την πλατεία Θεάτρου με τον έμβολο. Η Αρκαδιανή ξαναχτίστηκε στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα και διακοσμήθηκε από τον Ιουστινιανό με αγάλματα των τεσσάρων ευαγγελιστών σε ψηλούς κίονες. Ο Ιουστινιανός έχτισε επίσης μία κρήνη κοντά στο στάδιο και πιθανόν το υδραγωγείο στο λόφο του Αγιασουλούκ (Ayasuluk).
  Σχετικά πρώιμα, η ανοικοδόμηση εκκλησιών σε μεγάλη κλίμακα έδωσε στην Έφεσο την όψη μίας χριστιανικής πόλης. Πρώην δημόσια κτήρια μετατράπηκαν σε εκκλησίες, ενώ χτίστηκαν αρκετές βασιλικές και παρεκκλήσια. Στον 6ο αιώνα, ο Ιουστινιανός πρόσθεσε ένα μαυσωλείο στο συγκρότημα των Επτά Παίδων και παρήγγειλε την κατασκευή της βασιλικής του Αγίου Ιωάννη στη θέση μίας προγενέστερης σταυροειδούς ξυλόστεγης βασιλικής. Η τεράστια βασιλική της Παναγίας του 4ου αιώνα ξαναχτίστηκε δύο φορές, μετά τον 6ο αιώνα, σε μικρότερη κλίμακα.
  Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, το μεγαλύτερο μνημείο της αυτοκρατορικής γενναιοδωρίας στην Έφεσο, οικοδομήθηκε πάνω στο μαρτύριο που είχε χτιστεί πάνω από τον τάφο του ευαγγελιστή τον 4ο αιώνα στον άγονο λόφο του Αγιασουλούκ, έξω από τα τείχη της πόλης. Το ιουστινιάνειο κτήριο (που άρχισε το 535/536) ήταν μία βασιλική με εγκάρσιο κλίτος και 6 συνολικά τρούλους, πάνω από τον κεντρικό σταυρό, το ιερό, τις πτέρυγες του εγκάρσιου κλίτους και τον κυρίως ναό. Η απόφαση να στεγαστεί το κτήριο με τρούλους πάρθηκε μόλις το ανατολικό τμήμα της εκκλησίας (ιερό και εγκάρσιο κλίτος) είχε ήδη αρχίσει να χτίζεται. Συνεπώς, ογκώδεις πεσσοί από πελεκητό λίθο για τη στήριξη των τρούλων έπρεπε να προστεθούν στο σημείο διασταύρωσης του κυρίως ναού με το εγκάρσιο κλίτος. Οι τοίχοι από τούβλο και πέτρα είχαν κατά μήκος τους μία σειρά αψίδων που στηρίζονταν σε κίονες και ενισχύονταν εξωτερικά με αντηρίδες. Τα πλάγια κλίτη στήριζαν υπερώα και ο νάρθηκας είχε πρόσβαση σε ένα τεράστιο αίθριο με κιονοστοιχίες, το οποίο ανοιγόταν πάνω από την πεδιάδα της Εφέσου. Το βήμα και το υψηλό σύνθρονο καταλάμβαναν το κέντρο του εγκάρσιου κλίτους, ακριβώς κάτω από τον κεντρικό τρούλο και πάνω από τον υποτιθέμενο τάφο του ευαγγελιστή. Στον τάφο μπορούσε κανείς να φτάσει με κλίμακα από την Αγία Τράπεζα.
  Στην εκκλησία προσαρτήθηκε ένα οκταγωνικό βαπτιστήριο τον 5ο αιώνα κι ένα σκευοφυλάκιο με τρούλο στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 7ου αιώνα. Το δάπεδο του ναού ήταν στρωμένο με ψηφιδωτά, που σχημάτιζαν γεωμετρικά σχέδια, και μαρμαροθετήματα (opus sectile), ενώ οι τοίχοι καλύπτονταν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Το μεγαλύτερο μέρος του μαρμάρινου διάκοσμου είχε γίνει από κωνσταντινουπολίτες τεχνίτες, είτε στην πρωτεύουσα είτε στην Έφεσο. Οι βάσεις, οι κίονες και τα κιονόκρανα του κυρίως ναού (τα τελευταία φέρουν τα μονογράμματα του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας) είχαν μεταφερθεί από τα λατομεία της Προκοννήσου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Τα κιονόκρανα του ανατολικού τμήματος της εκκλησίας είχαν κατασκευαστεί από ντόπιους τεχνίτες σύμφωνα με τα πρότυπα της Κωνσταντινούπολης. Η εκκλησία του Ιουστινιανού αποτέλεσε πόλο έλξης για τους προσκυνητές. Οι εγκαταστάσεις που προορίζονταν γι' αυτούς αναπτύχθηκαν γύρω από το συγκρότημα και υδροδοτούνταν από το υδραγωγείο που είχε χτιστεί από τον ίδιο αυτοκράτορα.

 
Δες επίσης: Πολεοδομία, Eκκλησιαστική αρχιτεκτονική