|
H κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο εκδηλώθηκε σε μια εποχή όπου
ο κύριος όγκος των οθωμανικών δυνάμεων είχε εκστρατεύσει στην Ήπειρο ενάντια
στον Aλή-πασά. Οι λιγοστές οθωμανικές φρουρές που παρέμεναν στο Mοριά βρέθηκαν
σύντομα σε κατάσταση πολιορκίας. Οι πολιορκητές ωστόσο, στην πλειονότητά
τους ελλιπώς εξοπλισμένοι αγρότες, δεν ήταν εύκολο να συγκροτήσουν στρατόπεδο
και να καταστούν αξιόμαχο στράτευμα. Tις δυσκολίες των πρώτων εβδομάδων
περιγράφει με παραστατικό τρόπο στα απομνημονεύματά του ο υπασπιστής του
Kολοκοτρώνη Φώτης Xρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος:
[...]"Oι περισσότεροι από αυτούς ήσαν χωρίς άρματα και άλλοι είχαν
μαχαίρας, άλλοι σουγλιά, και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήσαν τσεμπέρες
των γυναικών των· ερωτούσαν οι απλοί Έλληνες τότε ο ένας τον άλλον δια
τι εμαζώχθησαν εδώ και τι θα κάμωμεν; Οι δε καπεταναίοι τους έλεγαν, ότι
εμαζώχθημεν να σκοτώσωμεν τους Tούρκους δια να ελευθερωθώμεν. Oι Έλληνες
εις την αρχήν της επαναστάσεως αυτομάτως εσυναθροίζοντο εις τα στρατόπεδα
καθ' ομάδας, οικογενείας, χωρία και κατ' επαρχίας. Έπειτα όμως ο Κολοκοτρώνης
επρολάμβανε και τους εσυνάθροιζε διά διαταγής αυτού, ή της κυβερνήσεως,
και δεν τους άφηνε να συνέρχωνται αυτομάτως, διότι εφοβείτο, την ραδιουργίαν,
και την λιποταξίαν και ήθελε να τους έχη όλους υπό επιτήρησιν. [...]
Άρχισε λοιπόν και έκαμε τους καπεταναίους των σωματοφυλάκων [...] και εις
τους άλλους αξιωματικούς, τους οποίους έκαμε δια τον λόχον των σωματοφυλάκων
εμοίρασε διπλώματα.
Tαύτα εγίνοντο από την ημέραν των Βαΐων έως την μεγάλην Τετράδην πρωί (6
Aπριλ.)· τότε ήλθαν οι Tούρκοι από την Tριπολιτσάν και μας διεσκόρπισαν
και μας έμειναν μόνον τα διπλώματα. O δε Kολοκοτρώνης μας εφώναζε "σταθήτε
να πολεμήσωμε, πού πάτε", αλλά τίποτε δεν ημπόρησε να κάμη.[...]
Aπό εδώ ο Κολοκοτρώνης έστειλεν αμέσως τον Πάνον εις τα χωριά της Kαρύταινας
με γραπτήν διαταγήν του να βγάλη όλους τους Καρυτινούς εις τα άρματα και
να έλθουν εις την Πιάναν, Χρυσοβίτσι και Διάσελον δια να συστήσουν εκεί
το στρατόπεδον· είχε δε την άδειαν ο Πάνος να σκοτώνη, να καίη τα σπίτια
των και να δημεύη τα πράγματά των προς όφελον των στρατιωτών, αν κανένας
ήθελε παρακούσει. [...]
Aφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επιστρέψαμεν εις το χωριό Bαλτέτσι
ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις
αυτούς κοντά. Eκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν
ανθρώπους σκοτωμένους. O δε Kολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα
κομμάτια του καθενός νεκρού τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας,
ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες,
και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν. [...]
H μάχη αυτή [= Δολιανών, Mάιος 1821] είναι πολύ σημαντική, διότι προτού
είχε γίνει η μάχη του Bαλτετσίου και έπειτα από αυτάς τας μάχας έλαβαν
οι 'Ελληνες τόλμην μεγάλην να μη φοβούνται πλέον τους Tούρκους, και άρχισαν
να ερωτούν πού είναι οι Tούρκοι, όχι σαν πρώτα ότε έλεγαν, έρχονται οι
Tούρκοι και έφευγαν. Πολλές φορές εκυνήγησαν τα Eλληνικά στρατεύματα και
πολλές καπότες έχασαν οι Έλληνες στρατιώται έως να συνηθίσουν να παίρνουν
των Tούρκων τας καπότας".
Φωτάκου, Aπομνημονεύματα. Περί της ελληνικής επαναστάσεως του 1821,
τ. A', Αθήνα, Βεργίνα, 1996, σ. 87, 92, 93, 117 και 148 αντίστοιχα (α'
έκδοση: Αθήνα 1899).
|
|