α Πτωχοπροδρομικά ποιήματα παρουσιάζουν εξαιρετικό
ενδιαφέρον. Πρόκειται για τέσσερα σατιρικά ποιήματα, τα οποία
σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες της χειρόγραφης παράδοσης αποδίδονται
στο
Θεόδωρο Πρόδρομο. Αρκετοί
σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν την απόδοσή τους στο γνωστό
λόγιο της αυλής των Κομνηνών, βάσει τεχνικών και θεματικών
ομοιοτήτων με άλλα λόγια έργα του, σατιρικά και ιστορικά.
Στο Θεόδωρο Πρόδρομο αποδίδονται και άλλα δημώδη κείμενα με
συναφές ύφος και θεματολογία.
Στο πρώτο ποίημα ο αφηγητής, ένας φτωχός λόγιος, ζητά οικονομική
ενίσχυση από τον αυτοκράτορα, για να γλιτώσει από την γκρίνια
της στρίγκλας γυναίκας του και τις ταπεινώσεις στις οποίες
τον υποβάλλει. Στο δεύτερο ο συγγραφέας-αφηγητής αποβλέπει
στην ευεργεσία του σεβαστοκράτορος, για να γλιτώσει από την
έσχατη ένδεια στην οποία έχει υποπέσει. Στο τρίτο ποίημα ο
συγγραφέας αφηγητής, που είναι φτωχός λόγιος, αναθεματίζει
τις συμβουλές του πατέρα του να μορφωθεί, ώστε να γίνει πλούσιος,
και συγκρίνει τη συνεχή του πείνα με τη χορτάτη ζωή που κάνουν
οι χειρώνακτες γείτονές του και άλλοι μεροκαματιάρηδες που
ασχολούνται με ταπεινά επαγγέλματα. Στο τέταρτο ποίημα ο αφηγητής,
ένας φτωχός μοναχός, παραπονιέται για την κακομεταχείριση
και την πείνα που υφίσταται στο μοναστήρι, ενώ οι πλούσιοι
μοναχοί ζουν με πολυτέλεια.
Ο γλωσσικός χαρακτήρας των ποιημάτων αυτών είναι μεικτός.
Χρησιμοποιείται λόγια γλώσσα στο προοίμιο, στον επίλογο και
στις ενδιάμεσες αποστροφές στο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, στο
οποίο απευθύνεται ο αφηγητής και ζητά ευεργεσία. Η δημώδης
γλώσσα χρησιμοποιείται στα ενδιάμεσα μέρη που περιγράφονται
τα κακοπαθήματα του αφηγητή λόγω της πενίας του. Το θέμα της
υλικής πενίας συνδυάζεται και παραλληλίζεται συστηματικά με
το θέμα της γλωσσικής πενίας μέσω της χρήσης της δημώδους
γλώσσας.
|
Ποίημα
ΙΙΙ, H. Eideneier (έκδ.), Ptochoprodromos, Κολονία
(Romiosini) 1991, σ. 119-120, 124.
Από μικρού με έλεγεν ο
γέρων ο πατήρ μου/ τέκνον μου, μάθε γράμματα, κι ωσάν εσέναν
έχει*,/ βλέπεις το δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει,/ και
τώρα εν διπλοεντέληνος και παχυμουλαράτος*./ [. . .]
Αυτός μικρός ουδέν είδεν* το του λοετρού* κατώφλιν,/ και τώρα
λουτρακίζεται* τρίτον την εβδομάδαν·/ ο κόλπος του εβουρβούρυζεν*
φθείρας αμυγδαλάτας*,
και τώρα τα νομίσματα γέμει τα μανοηλάτα·* [. . .]
Αφού δεν γέγονα καγώ γραμματικός τεχνίτης,/ επιθυμώ και το
ψωμίν και του ψωμιού τη μάναν,/ και διά την πείναν την πολλήν
και την στενοχωρίαν,/ υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:/
ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, και οπού τα θέλει*,/ ανάθεμαν
και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν,/ καθ' ην με παρεδώκασιν
εις το διδασκαλείον.
[ο αφηγητής συγκρίνει τη δική του ζωή με του τσαγκάρη γείτονά
του]
Αφού δε φάγουν το εκζεστόν, εκτότε το σκορδάτον,/ ανάθεμά
με, βασιλεύ, όταν στραφώ και ιδώ τον,/ το πώς ανακομβώνεται
κατά της μαγειρίας,/ και εγώ υπηγαίνω και έρχομαι πόδας μετρών
των στίχων./ Αυτός κοτσώνει το γλυκύν εις το τρανόν μουχρούτιν,/
κι εγώ ζητώ τον ίαμβον, γυρεύω τον σπονδείον,/ γυρεύω τον
πυρρίχιον και τα λοιπά τα μέτρα./ Αλλά τα μέτρα πού ωφελούν
την άμετρόν μου πείναν;/ Πότε γαρ εκ τον ίαμβον να φάγω, κοσμοκράτορ,
ή πώς εκ τον πυρρίχιον ποτέ μου να χορτάσω;
*ωσάν εσέναν έχει: ποιος τη χάρη σου!
*διπλοεντέληνος και παχυμουλαράτος: που καβαλάει παχύ
μουλάρι με σέλλα, που έχει διπλές αντελήνες (στηθιστήρες)
*ουδέν είδεν: δεν είδε
*λοετρό: λουτρό
*λουτρακίζεται: κάνει λουτρό
*βουρβουρύζω: βουίζω
*φθείρες αμυγδαλάτες: ψείρες μεγάλες σαν αμύγδαλα
*μανοηλάτα: νομίσματα με την εικόνα του Μανουήλ Α'
Κομνηνού
*οπού τα θέλει: όποιον τα θέλει
|