Αθλητισμός, κοινωνία και ταυτότητα: καταγράφοντας τον επιστημονικό διάλογο
Χριστίνα Κουλούρη
H διοργανωση από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων τον Σεπτέμβριο του 2004 σηματοδότησε μια σειρά ορατών αλλαγών στο αστικό τοπίο, τις αθλητικές εγκαταστάσεις, τις μεταφορές και την εικόνα της πόλης εν γένει, η οποία «καλλωπίστηκε» για να υποδεχτεί το «μέγα γεγονός». Ταυτόχρονα, ευνοήθηκαν πολλές δραστηριότητες που σχετίζονταν με τους Ολυμπιακούς Αγώνες με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Μεταξύ αυτών των συγκυριακά ευνοημένων δραστηριοτήτων ήταν και η έρευνα και η συγγραφη μελετών για τον αθλητισμό. Ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτήθηκαν, βιβλία εκδόθηκαν και συνέδρια διοργανώθηκαν. Η συγκυρία της αθηναϊκής Ολυμπιάδας πρόσφερε λοιπόν τη δυνατότητα να διεξαγάγουμε ένα διεθνή επιστημονικό διάλογο στην Ελλάδα και μάλιστα για θέματα που δεν είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ελλήνων κοινωνικών επιστημόνων για λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια.
Το συνέδριο του ΙΜΕ μπορεί να θεωρηθεί ως τμήμα αυτού του διεθνούς διαλόγου, ως προϊόν της ολυμπιακής συγκυρίας αλλά και ως ορόσημο των ελληνικών σπουδών αθλητισμού. Θα ήθελα λοιπόν να εντάξω τις ανακοινώσεις και τις συζητήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που ορίζεται από τους ακολουθους άξονες:
- Πόσο επηρεάζει η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων από μια χώρα -εν προκειμένω την Ελλάδα- την επιστημονική της δραστηριότητα.
- Πως τοποθετείται η μελέτη των σπορ στην Ελλάδα στο πλαίσιο της διεθνούς ερευνητικής και συγγραφικής δραστηριότητας.
- Ποιες τάσεις της διεθνούς βιβλιογραφίας αντανακλούν οι ανακοινώσεις του δικού μας συνεδρίου και αν μπορούμε να οδηγηθούμε σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις «εθνικές» επιστημονικές παραδόσεις συγκρίνοντας τις ελληνικές με τις ξένες ανακοινώσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την Ελλάδα λειτούργησε ενθαρρυντικά για τη σχετική επιστημονική δραστηριότητα. Θα μπορούσαμε μάλιστα να παρατηρήσουμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όλες τις διοργανώτριες χώρες κάθε τέσσερα χρόνια. Το ερευνητικό ενδιαφέρον για τους Ολυμπιακούς Αγώνες γεννάται και καλλιεργείται συγκυριακά. Είναι ένα είδος βραχύβιας μόδας που κατακτά κάθε διοργανώτρια χώρα και πόλη πριν από τους Αγώνες για να την εγκαταλείψει αμέσως μετά. Ωστόσο, δεν χρησιμοποιώ τον όρο «μόδα» με οποιαδήποτε περιφρονητική χροιά. Αντίθετα, για εμάς που θεραπεύουμε τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, μια τέτοια μόδα μπορεί να είναι επωφελής δεδομένου ότι οι επιστήμες μας υπό κανονικές συνθήκες, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου ανταγωνισμού και εισβολής της λογικής της αγοράς, δεν έχουν πλέον το ίδιο ακαδημαϊκό κύρος για τους υποψήφιους σπουδαστές ούτε προσελκύουν χρηματοδότες.
Παρατηρείται λοιπόν πράγματι στην Ελλάδα από τη στιγμή της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά κυρίως μετά το Σίδνεϋ και με αυξανόμενη πυκνότητα όσο πλησιάζουν οι Αγώνες ένας πολλαπλασιασμός των εκδόσεων, των δημοσιευμάτων γενικότερα, των συνεδρίων και άλλων δραστηριοτήτων (π.χ. εκθέσεις) που συνδέονται με τη μελέτη του αθλητισμού. Η παραγωγή αυτή είναι σαφώς άνιση εφόσον στο μεγαλύτερο μέρος της δεν είναι καν επιστημονική. Τα περισσότερα έργα που γεμίζουν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων είναι εκλαϊκευτικά, αναπαράγουν μια γενική βιβλιογραφία χωρίς κανένα στοιχείο πρωτότυπης έρευνας και συνήθως έχουν πλούσια εικονογράφηση. Πολλές είναι εξάλλου αυτές που θα ονόμαζα «παράπλευρες» εκδόσεις: παιδικά βιβλία με πρωταγωνιστές αρχαίους Ολυμπιονίκες, οδηγοί (συνήθως ξενόγλωσσοι) για τους επισκέπτες που θα έρθουν στην Αθήνα με την ευκαιρία των αγώνων, εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων. Τέλος, σειρά σχετικών άρθρων και αυτοτελών αφιερωμάτων στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων εντοπίζονται στις καθημερινές και κυριακάτικες εφημερίδες, όπου συνήθως ανακυκλώνονται τα ήδη δημοσιευμένα σε βιβλία κείμενα.
Στην έντυπη δραστηριότητα θα πρέπει να προσθέσουμε πλέον και την ηλεκτρονική. Αρκετά ντοκυμαντέρ προβάλλονται στην ελληνική τηλεόραση σχετικά με τα σπορ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες με πρωτότυπη θεματολογία, όπως για παράδειγμα η ιστορία του αθλητικού ενδύματος. Θα έλεγα μάλιστα ότι η ηλεκτρονική παραγωγή προηγείται της έντυπης ως προς τον θεωρητικό προβληματισμό. Αυτό οφείλεται, κατά την άποψή μου, στο γεγονός ότι η έντυπη παραγωγή σχετικά με τους σύγχρονους αγώνες είναι εγκλωβισμένη σε παραδοσιακά σχήματα σε αντίθεση με την ηλεκτρονική όπου πρωταγωνιστούν νέοι άνθρωποι, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι, με ευαισθησίες σε σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά θέματα όπως η εμπορευματοποίηση, η παγκοσμιοποίηση, οι κοινωνικές ανισότητες, οι έμφυλοι ρόλοι κλπ.
Είναι προφανές ότι όλη αυτή η συγγραφική δραστηριότητα που μόλις περιέγραψα δεν μας απασχολεί παρά μόνο ως τεκμήριο της συγκυριακής και επιφανειακής εν πολλοίς ενασχόλησης με τη μελέτη του αθλητισμού και των Ολυμπιακών Αγώνων. Γι'αυτό και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρουσίασης που θα ήθελα να επιχειρήσω. Θα προσπαθήσω λοιπόν στη συνέχεια να παρουσιάσω κριτικά την επιστημονική δραστηριότητα, όπως αποτυπώνεται σε ερευνητικά προγράμματα και εκδόσεις. Αυτή η δραστηριότητα ευνοείται βεβαίως από τη συγκυρία της Ολυμπιάδας της Αθήνας αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποκλειστικά συγκυριακή. Στηρίζεται σε μια ερευνητική παράδοση που προϋπάρχει είτε στον τομέα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών είτε στον τομέα των σπουδών αθλητισμού. Μας ενδιαφέρει επομένως να διερευνήσουμε σε ποιο βαθμό όλη αυτή η συγκυριακή δραστηριότητα εντάσσεται σε μια προϋπάρχουσα επιστημονική παράδοση. Για να απαντήσουμε σ'αυτό ερώτημα θα πρέπει να πρώτα να εξετάσουμε ποια ήταν η παράδοση που προϋπήρχε.
Πολύ σχηματικά, θα έλεγα ότι η παράδοση αυτή επικεντρώνεται σε δυο διαφορετικούς χώρους, οι οποίοι μάλιστα ελάχιστη επικοινωνία είχαν -και έχουν- μεταξύ τους: την αρχαιολογία και τη φυσική αγωγή. Υπάρχει εξάλλου μια ξεχωριστή παράδοση στον τομέα της ιστοριογραφίας, η οποία γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα υπό το άστρο της γαλλικής σχολής των Annales, καθώς και στον τομέα των άλλων κοινωνικών επιστημών, παράδοση που όμως δεν συνδέεται με τη μελέτη των σπορ αλλά που κάποια στιγμή ενέταξε και τον αθλητισμό στον ευρύτερο κύκλο των ενδιαφερόντων της. Η ομιλούσα ανήκει άλλωστε σ'αυτήν ακριβώς την τάση κι επομένως οι παρατηρήσεις που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από τη σκοπιά της επιστήμης της ιστορίας.
1. Η αρχαιολογία
Η ιδιαίτερη θέση της αρχαιότητας στην ελληνική ιστορική συνείδηση ευνόησε την συστηματική ενασχόληση με τη μελέτη του αρχαίου ελληνικού κόσμου κυρίως από την επιστήμη της αρχαιολογίας και δευτερευόντως από τις επιστήμες της κλασικής φιλολογίας και της αρχαίας ιστορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα παρατηρείται η πρωτότυπη για τα διεθνή πανεπιστημιακά δεδομένα συνύπαρξη στο ίδιο πανεπιστημιακό τμήμα της ιστορίας με την αρχαιολογία ως συμπληρωματικών επιστημών. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει την ιδιαίτερη ιδεολογική βαρύτητα της αρχαιότητας, η οποία επηρεάζει και τις επιστημονικές επιλογές. Η σωματική άσκηση λοιπόν και οι αρχαίοι αγώνες αποτελούν το αντικείμενο ερευνών αρχαιολόγων και ιστορικών της αρχαιότητας, οι οποίοι εντάσσουν τη μελέτη των αρχαίων Αγώνων στη συνολική μελέτη της αρχαίας κοινωνίας και κουλτούρας. Στην ίδια αυτή κατηγορία εντάσσονται και οι περιγραφές της αρχαίας Ολυμπίας και των αρχαιολογικών ευρημάτων της, παρόλο που αυτές οι εκδόσεις δεν περιέχουν πάντα παρουσίαση των αγώνων και της αρχαίας άθλησης αλλά παραμένουν συχνά περιγραφικές.
Η υπεροχή της αρχαιότητας επιβεβαιώνεται εξάλλου και από τις εκδόσεις που κυκλοφόρησαν με την ευκαιρία της ολυμπιάδας της Αθήνας. Ακόμη και σε εκδόσεις που επιδιώκουν μια διαχρονική θεώρηση, η αρχαιότητα καλύπτει το σημαντικότερο μέρος. Η υπεροχή αυτή δεν αποτελεί βεβαίως αποκλειστικά ελληνικό χαρακτηριστικό. Και για το δυτικό φαντασιακό, η αναφορά σε άθληση και Ελλάδα παραπέμπει σχεδόν αυτονόητα στην αρχαιότητα. Αιτία και αποτέλεσμα ταυτόχρονα αυτής της ιδεολογικής υπεροχής είναι η έλλειψη -σωστότερα η σπανιότητα- πρωτότυπων ερευνών για τη νεότερη αθλητική ιστορία της Ελλάδας. Αλλά και οι έρευνες που γίνονται, λόγω του γλωσσικού φράγματος, σπάνια αγγίζουν το δυτικό κοινό. Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν, πρόκειται για μια παραγωγή που περιορίζεται σε μια μικρή εσωτερική αγορά. Η επίγνωση του γεγονότος αυτού οδήγησε πολλούς συγγραφείς και εκδότες σε δίγλωσση δημοσίευση -στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Χρειάζεται εδώ ένας γενικός σχολιασμός για το πρόβλημα της επικοινωνίας της ελληνικής με την ξενόγλωσση επιστημονική παραγωγή. Σε ένα μεγάλο βαθμό, η γνώση της αρχαίας και της σύγχρονης Ελλάδας περνάει μέσα από το βλέμμα των «ξένων». Παρόλο που το γεγονός αυτό είναι αναμφίβολα θετικό και εμβολιάζει και την ελληνική σκοπιά με τη συγκριτική προσέγγιση, λόγω ακριβώς του γλωσσικού φράγματος που ανέφερα, η ξένη βιβλιογραφία αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ελληνική με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές ανακρίβειες και παρανοήσεις1. Συνέδρια, όπως αυτό που οργάνωσε το ΙΜΕ, δίνουν ακριβώς την ευκαιρία για ένα διεθνή διάλογο ο οποίος δεν είναι δυνατό να γίνει μέσω δημοσιευμάτων.
2. Η φυσική αγωγή
Ως προς τη φυσική αγωγή εξάλλου, η ίδρυση από το 1982 των πανεπιστημιακών τμημάτων φυσικής αγωγής δημιούργησε ένα νέο πεδίο διεπιστημονικής μελέτης των σπορ. Το γεγονός εντούτοις ότι τα τμήματα αυτά λειτουργούσαν στην ουσία ως σχολές κατάρτισης των μελλοντικών καθηγητών φυσικής αγωγής, τους έδωσε μια περισσότερο εφαρμοσμένη κατεύθυνση και δεν ευνοήθηκε το ερευνητικό μέρος σε θεωρητικούς τομείς.
Πριν από τη δεκαετία του 80 εξάλλου, στο πλαίσιο της γυμναστικής εκπαίδευσης, η ιστορία της φυσικής αγωγής και των σπορ, όπως αναπτύχθηκε στην Ελλάδα, από την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, χαρακτηρίζεται από την αναπαραγωγή του σχήματος της αδιάλειπτης συνέχειας της σωματικής άσκησης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Παρά την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της αρχαιότητας, και σ'αυτή την περίπτωση, η έννοια της συνέχειας απαιτεί την ενσωμάτωση στην αφήγηση περιόδων λιγότερο «αθλητικών», όπως το Βυζάντιο και η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο κλάδος αυτός της ελληνικής ιστοριογραφιας συνεχίζει συνεπώς την παράδοση της ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα.
Τα σχετικά δημοσιεύματα διακρίνονται από έλλειψη θεωρητικού προβληματισμού, ερασιτεχνισμό, ελληνοκεντρισμό (grecocentrism) και έλλειψη επιστημονικής αυτονομίας (autonomy). Ως προς το περιεχόμενο, μπορούμε να διακρίνουμε τις γενικές ιστορίες της γυμναστικής, τις μονογραφίες για ένα συγκεκριμένο σπορ η κάποιον αθλητικό σύλλογο και τις τοπικές αθλητικές ιστορίες.
Η πραγματικότητα αυτή εξαρτάται και από τη γενικότερη αδιαφορία των ιστορικών και των άλλων κοινωνικών επιστημόνων στην Ελλάδα για τη μελέτη των σπορ. Η αδιαφορία οφείλεται στην απαξίωση (devaluation) των σπορ ως «μη σοβαρής» και μη ορθολογικής όψης της ανθρώπινης δράσης και ως μη σημαντικών στοιχείων των κοινωνικών και πολιτισμικών διαδικασιών. Η περιφρόνηση των ανθρώπων των γραμμάτων προς τα σπορ δεν αποτελεί βεβαίως φαινόμενο ελληνικό αλλά συμπορεύεται με το σύστημα αξιών του δυτικού κόσμου. Εντούτοις, η ελληνική έρευνα πολύ πρόσφατα μόνο ακολούθησε την πορεία των κοινωνικών επιστημών στη Δύση, οι οποίες από τις δεκαετίες του 70 και του 80 είχαν στραφεί προς τη μελέτη νέων θεματικών περιοχών, όπως οι γυναίκες, τα αστικά κέντρα, το εργατικό κίνημα, ο ελεύθερος χρόνος, τα σπορ κλπ.
Τα σπορ λοιπόν δεν προσείλκυσαν το ερευνητικό ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημόνων στην Ελλάδα παρά μόνο περιθωριακά. Στα δάκτυλα του ενός χεριού μετρώνται οι μονογραφίες για την ιστορία, την κοινωνιολογία και την ανθρωπολογία των σπορ μαζί. Για να μείνω στην ιστορία, που γνωρίζω καλύτερα, στην τελευταία εικοσιπενταετία παρατηρείται μια διασπορά των θεμάτων εν γένει αλλά και εσωτερική έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των επιμέρους θεματικών περιοχών της π.χ. της οικονομικής με την πολιτική ιστορία και των δύο αυτών με την πολιτισμική ιστορία. Η ιστορία των σπορ στο πλαίσιο της τάσης που ονομάζεται «νέα ιστορία» -σε αναλογία με τη γαλλική σχολή της «nouvelle histoire»- δεν αποτελεί καν ιδιαίτερο κλάδο. Νομίζω ότι αυτή η περιθωριακή θέση της μελέτης των σπορ αποδεικνύεται και από το τρέχον συνέδριο, όπου περιλαμβάνονται μόνο έξι ελληνικές ανακοινώσεις2 έναντι 17 ξένων3, παρόλο που γίνεται σε ελληνικό έδαφος.
Οι διαπιστώσεις αυτές ωστόσο -όπως έχω ήδη υπαινιχθεί- δε συνεπάγονται πλήρη απουσία στην Ελλάδα των μελετών για τα σπορ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πολύ περιληπτικά, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει μια σχετικά εκτεταμένη έρευνα με νέα τεκμήρια για την ιστορία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και για την ανάπτυξη της φυσικής αγωγής και των σπορ, ένα ενδιαφέρον από την κοινωνιολογία για ζητήματα υποκουλτούρας (sub-culture) των φανατικών οπαδών και της βίας στα γήπεδα και, τέλος, ένα ενδιαφέρον εκ μέρους της ανθρωπολογίας για θέματα έμφυλων ταυτοτήτων σε σχέση με τα σπορ, κυρίως το ποδόσφαιρο. Αρχεία αθλητικών συλλόγων εξάλλου ταξινομήθηκαν και έγινε γνωστό το περιεχόμενό τους ενώ και η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή έχει επίσης πλέον ταξινομημένο και ηλεκτρονικά καταγεγραμμένο το αρχείο της. Αρκετά βιβλία από την ξένη βιβλιογραφία, τέλος, μεταφράστηκαν πρόσφατα στα ελληνικά, γεγονός που φανερώνει και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ επίσης ότι κάθε καλοκαίρι στην αρχαία Ολυμπία, η Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία οργανώνει συνέδρια και μεταπτυχιακά σεμινάρια με θέματα σχετικά με τον ολυμπισμό και τους Ολυμπικαούς Αγώνες, όπου συναντώνται επιστήμονες κάθε ειδικότητας από όλο τον κόσμο.
Το συνέδριο
Το συνέδριο του ΙΜΕ υπήρξε ένας τόπος συνάντησης των ποικίλων σύγχρονων τάσεων για τη μελέτη του αθλητισμού, των σπορ και των Ολυμπιακών Αγώνων.
Κάποιες γενικές παρατηρήσεις:
- Βασικό χαρακτηριστικό του συνεδρίου υπήρξε η διεπιστημονικότητα. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει τη λειτουργία των σπορ ως «συνολικού φαινομένου» (global phenomenon) που περιλαμβάνει την κοινωνική, πολιτισμική, πολιτική και οικονομική διάσταση.
- Μιλώντας για «συνολικό φαινόμενο» δεν εννοώ «οικουμενικό». Από τις ανακοινώσεις του συνεδρίου προέκυψε, νομίζω, η ιστορικότητα της σωματικής άθλησης και οι ιστορικά προσδιορισμένοι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι ασκούνται, παίζουν και παρακολουθούν τις αθλητικές αναμετρήσεις.
- Ως προς τις ιστορικές περιόδους εντούτοις οι οποίες προσείλκυσαν το ενδιαφέρον των ομιλητών, παρατηρούμε μια προτίμηση προς την αρχαιότητα και τον σύγχρονο κόσμο ενώ απουσίαζαν ανακοινώσεις για τη μεσαιωνική περίοδο και τη νεότερη εποχή, εκτός από μία ίσως. Υπήρχαν βεβαίως μέσα στις εισηγήσεις σποραδικές αναφορές στον 18ο και τον 19ο αιώνα. Το γεγονός αυτό δεν είναι τελείως τυχαίο. Η επιλογή των θεμάτων έχει μια τοπικότητα: αποτελεί ένα είδος αυτοματισμού σε μια πρόσκληση που προέρχεται από την Ελλάδα να ανταποκρίνονται ερευνητές που ασχολούνται με την αρχαία άθληση, παρόλο που εν τέλει στο συνέδριο υπερείχαν αριθμητικά οι μελέτες για το σύγχρονο αθλητισμό. Θα υπέθετα, για παράδειγμα, ότι σε ένα συνέδριο που θα γινόταν στη Γαλλία ή στη Γερμανία οι θεματικές θα ήταν σχετικά διαφοροποιημένες.
- Παρα τα «εθνικά» κριτήρια συγκρότησης της θεματολογίας, ήταν σαφής η υπέρβαση του δυτικοκεντρισμού. Οι ανακοινώσεις για την Κίνα (Maguire, Vertinsky) αλλά και για τον κομμουνιστικό αθλητισμό (Riordan, Cole) έφεραν στο προσκήνιο, με ερευνητική ματιά (problematizing), τη βαθιά πολιτισμική αντίθεση Ανατολής και Δύσης. Ταυτόχρονα η διάδραση του παγκόσμιου με το εθνικό και το τοπικό αποτέλεσε βασικό άξονα πολλών ανακοινώσεων. Το στοιχείο αυτό το διαπιστώνουμε κι εμείς σήμερα στην ολυμπιακή Αθήνα. Με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων συντελείται, σε πολιτισμικό επίπεδο, ένας συνεχής επαναπροσδιορισμός των διεθνών, «παγκοσμιοποιημένων» θεσμών, πρακτικών και αναπαραστάσεων μέσα από την επαφή με την εθνική και τοπική κουλτούρα.
- Σημαντική ήταν εξάλλου η παρουσία θεμάτων που σχετίζονται με το κοινωνικό φύλο (gender), αποτυπώνοντας μ'αυτό τον τρόπο την άνθηση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στον τομέα των σπουδών φύλου. Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις έχουν μια σαφή πολιτική διάσταση δεδομένου ότι επιδιώκουν την κοινωνική αλλαγή. Εντούτοις, το γεγονός ότι η μελέτη της θηλυκότητας γίνεται κατεξοχήν -όχι αποκλειστικά- από γυναίκες και η μελέτη της ανδρικότητας από άνδρες -όπως φάνηκε και στο συνέδριο- θέτει ένα ζήτημα, νομίζω, αναπαραγωγής των έμφυλων ρόλων και στερεοτύπων, εν αγνοία κατά κάποιο τρόπο των ερευνητών και σίγουρα σε αντίθεση με την πολιτική τους ατζέντα.
- Φάνηκε, τέλος, μέσα από τις ποικίλες ανακοινώσεις -μάλλον επιβεβαιώθηκε- η ύπαρξη δύο βασικών αξόνων σε σχέση με την αθλητική κουλτούρα. Αφενός η γυμναστική και η σωματική άσκηση εν γένει ως τμήμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και με στόχους που ποικίλλουν μέσα στο χρόνο από τη στρατιωτική προετοιμασία ως την επιδίωξη της υγείας και της σωματικής ευεξίας (fitness). Αφετέρου, τα σπορ που τονίζουν την ανταγωνιστικότητα, προβάλλοντας ταυτόχρονα τη δημοκρατική οργάνωση και την ατομοκεντρική αναμέτρηση (individual-centered rivalry). Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ακροβατούν ανάμεσα στις δύο αυτές διαφορετικές κουλτούρες αλλά συνδέονται περισσότερο με τα σπορ και την άνοδο του λαϊκού αθλητικού θεάματος. Αυτή η πλευρά των Ολυμπιακών Αγώνων έχει εξάλλου προκαλέσει και τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες από την επιστήμη της ανθρωπολογίας αλλά και της κοινωνιολογίας.
Έχοντας διατυπώσει αυτές τις γενικές παρατηρήσεις, θα ήθελα στη συνέχεια να προχωρήσω σε μια σύνθεση των ομιλιών του συνεδρίου, αναδεικνύοντας, όπου είναι εφικτό, τα σημεία επαφής και επισημαίνοντας τους συνολικούς προβληματισμούς που προέκυψαν. Στη σύνθεση αυτή δεν θα ακολουθήσω τη σειρά των ομιλιών, όπως παρουσιάστηκαν στο συνέδριο ούτε τις υπάρχουσες θεματικές ενοτητες αλλά θα επιχειρήσω να ανασύρω κρυμμένα νήματα και κατευθύνσεις. Οι περισσότερες ομιλίες εξάλλου δεν εντάσσονται αυστηρά σε μια κατηγορία αλλά υπάρχουν αμοιβαίες επικαλύψεις στα θεωρητικά εργαλεία.
Πολύ σχηματικά, οι ομιλίες του συνεδρίου κινήθηκαν γύρω από ζητήματα ταυτοτήτων, φύλων, αναπαραστάσεων και πολιτικής. Τα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και των πολιτισμικών συγκρούσεων διέτρεξαν εξάλλου αρκετές εισηγήσεις. Υπάρχει επίσης μια διάκριση δύο ομάδων σύμφωνα με την περίοδο που επιλέγουν να μελετήσουν: αφενός, οι εισηγήσεις που αφορούν στον αθλητισμό στην αρχαιότητα και αφετέρου οι εισηγήσεις που αφορούν στη σύγχρονη εποχή. Εντούτοις, η χρονολογική αυτή διάκριση δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τη μέθοδο. Παρατηρούμε δηλ. ότι τα εργαλεία της ανάλυσης είναι παρόμοια όταν μελετά κάποιος τη γυναικεία άθληση στην αρχαιότητα (Eva Cantarella) ή στο σύγχρονο Χονγκ-Κονγκ (Vertinsky).
Θα ξεκινήσω από την εισήγηση που έθεσε συνολικά ζητήματα σχετικά με τη μελέτη των σπορ. Η ομιλία του J.Hill έθεσε πράγματι δύο βασικά, «καταστατικά» ερωτήματα: 1) γιατί μελετάμε τα σπορ και τον ελεύθερο χρόνο και 2) πως ερμηνεύουμε τη λειτουργία τους στη σύγχρονη κοινωνία. Οι απαντήσεις που έδωσε ήταν εξαιρετικά σαφείς. Στο πρώτο ερώτημα απαντά ότι η μελέτη των σπορ και του ελεύθερου χρόνου είναι ‘πολιτική' υπό την ευρεία έννοια και αυτή ακριβώς η πολιτική διάσταση είναι που της προσδίδει αξία. Ως προς την ερμηνεία που προτείνει, εξάλλου, ακολουθεί τη μεταμοντέρνα σκέψη, δίνοντας έμφαση στο βιωματικό στοιχείο και την υποκειμενικότητα της αθλητικής δραστηριότητας. Δεν υπάρχουν λοιπόν μεγάλα εξηγητικά σχήματα, όπως αυτό του κοινωνικού ελέγχου, αλλά μικρές αφηγήσεις και διαφοροποιημένες εμπειρίες. Τα σπορ και ο ελεύθερος χρόνος, σύμφωνα μ'αυτή την προσέγγιση, είναι διαδικασίες όπου δημιουργούνται και αμφισβητούνται νοήματα και οι οποίες ταυτόχρονα συμβάλλουν στη δική μας κατανόηση του κόσμου.
Σχετικά με τον ορισμό των σύγχρονων σπορ, αν η ανακοίνωση του J.Hill συμβάλλει σε μια «ιστορία εμφάνισης», η παρουσίαση του Henning Eichberg αναφέρεται σε μια «ιστορία εξαφάνισης». Από τη σκοπιά της ανθρωπολογίας της κίνησης η της πολιτισμικής κοινωνιολογίας (cultural sociology), ο Eichberg μας πρόσφερε μια συναρπαστική περιήγηση στους δρόμους του λαβυρίνθου. Αν ο δρόμος ταχύτητας των 100 μ. αποτελεί την παραδειγματική επιτομή των σύγχρονων σπορ, ο λαβύρινθος -άσκηση που υπήρχε και στη γερμανική γυμναστική παράδοση των Turnen- είναι το εναλλακτικό αυτού του μύθου της νεοτερικότητας, η τρίτη διάσταση ανάμεσα στο δίπολο σπορ/ρεκόρ-γυμναστική/πειθαρχία. Η σημαντικότερη όμως διάσταση του λαβυρίνθου, όπως προκύπτει από την ανάλυση του Eichberg, είναι η αναζήτηση ταυτότητας όχι μόνο ως πνευματική αλλά ως σωματική διαδικασία.
Η ομιλία του Eichberg εισάγει την ομάδα των ομιλιών του συνεδρίου που αναφέρονται σε θέματα ταυτότητας, που συνδέουν δηλ. την αθλητική δραστηριότητα με την κατασκευή και αναπαραγωγή ταυτοτήτων. Υπάρχουν αρκετές ανακοινώσεις που αναφέρονται σε ζητήματα έμφυλων ταυτοτήτων. Υπάρχουν, πρώτον, αυτές που αναφέρονται σε θέματα ανδρικής ταυτότητας και αναπαραστάσεων του ανδρισμού:
Πρώτον, η ομιλία του Mangan, στην οποία οι αναπαραστάσεις του ανδρικού γυμνού σώματος του πολεμιστή (martial male nude) στην τέχνη αντιμετωπίζονται ως μεταμορφώσεις του αρίου σουπερμαν και ως πολιτική μεταφορά. Αντίστοιχα, η εισήγηση του Α. Σιδέρη, μέσα από μια σημειολογική ανάλυση, αναλύει διαχρονικά από τον αρχαϊκό κούρο ως τον Αχιλλέα του Μπραντ Πιτ τις ποικίλες αναπαραστάσεις του ανδρικού αθλητικού σώματος ως εκφράσεις της δύναμης, όχι μόνο όμως της πολιτικής αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής.
Η σύνδεση πολέμου και σπορ που έκανε ο Mangan, ανευρίσκεται εξάλλου και στην εισήγηση του Gregory Nagy για τον «αποβατικό αγώνα». Και εδώ η ανδρική μορφή συμβολίζει τον (αυτάρεσκο;) πολεμιστή ενώ, αντίθετα, οι γυναικείες μορφές θρηνούν ικετεύοντας την ειρήνη. Οι διαπιστώσεις του Nagy σχετικά με τον γυναικείο ρόλο μπορούν να συγκριθούν με τις παρατηρήσεις της Eva Cantarella για τη γυναικεία ανταγωνιστικότητα, στην ανακοίνωση της οποίας όμως θα αναφερθώ παρακάτω.
Για να μείνουμε στο χώρο της αρχαίας άθλησης, ο Δημήτρης Παλαιοθόδωρος επιχειρησε μια κοινωνική ιστορία της αρχαίας πυγμαχίας αναδεικνύοντας τον αριστοκρατικό χαρακτήρα του αθλήματος ενώ ταυτόχρονα ανέλυσε την αμφίσημη εικόνα του πυγμάχου της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, «ηρωικού», γιγάντιου, επιδέξιου αλλά και δυνάμει επικίνδυνου για τις αξίες της πόλης (civic values). Γενικά, οι απεικονίσεις των αθλητών στην αρχαία τέχνη, όπως φάνηκε από όλες τις ανακοινώσεις που αναφέρθηκαν στην αρχαιότητα, δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ρεαλιστική αναπαράσταση αλλά και βάσει αισθητικών κανόνων. Αυτή την υπόθεση επιβεβαίωσε και η ανακοίνωση του Lissarague.
Στην ομάδα των ανακοινώσεων σχετικά με την ανδρική ταυτότητα μπορούμε να εντάξουμε και τις ομιλίες των Παντελή Κυπριανού και Μανώλη Χουμεριανού και Thierry Terret. Στην παρουσιαση των Παντελή Κυπριανού και Μανώλη Χουμεριανού, η δραστηριότητα των φανατικών οπαδών του ποδοσφαίρου αναλύεται ως παράγοντας κατασκευής της ανδρικής ταυτότητας, ενώ στην ομιλία του Thierry Terret, ο Γύρος της Γαλλίας αναλύεται ως μεταφορά του ηγεμονικού ανδρισμού (hegemonic masculinity). Η ομιλία του Terret έχει την ιδιαιτερότητα ότι αντιμετωπίζει παράλληλα την ανδρική και τη γυναικεία ταυτότητα και τα στερεότυπα που τις συνοδεύουν, αποτελώντας έτσι τον συνδετικό κρίκο με άλλες τρεις ανακοινώσεις οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά σε θέματα γυναικείας ταυτότητας.
Θα ξεκινήσω από την εισηγήση της Cheryl Cole γιατί θέτει το ζήτημα των ορίων ως προς τον ορισμό του φύλου στη σύγχρονη πραγματικότητα του ντόπινγκ και των ποικίλων χημικών και ιατρικών παρεμβάσεων για την οικοδόμηση του υπερ-αθλητή. Παρόμοιο προβληματισμό αλλά ως προς τις ηθικές συνέπειες έθεσε εξάλλου και η ομιλία της κ. Γογγάκη, η οποία ωστόσο δεν έθιξε ζητήματα ταυτοτήτων. Ένας σχολιασμός εδώ θα μπορούσε να γίνει σε σχέση με την απόφαση της ΔΟΕ ότι στους ΟΑ της Αθήνας θα μπορούν να μετέχουν και τρανσέξουαλ. Για να επιστρέψω στην ομιλία της Cheryl Cole, το άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα που θίγεται είναι η σύνδεση της συζήτησης σχετικά με το «καθαρό» φύλο των αθλητών στην Αμερική με συλλογικές ιδεολογικές και πολιτικές στάσεις απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Υπ'αυτή την έννοια, η εν λόγω εισήγηση θέτει ζητήματα όχι μόνο έμφυλων αλλά και εθνικών ταυτοτήτων.
Η Vertinsky εξετάζει το περιεχόμενο της γυναικείας φυσικής αγωγής στο σύγχρονο Χονγκ Κονγκ. Το παράδειγμα που διαλέγει της επιτρέπει να μελετήσει τη δυναμική διάδραση (interaction) μιας τοπικής, κινεζικής κουλτούρας με τη βρετανική αποικιοκρατική κουλτούρα. Οι παρατηρήσεις της νομίζω πως μας οδηγούν σε έναν προβληματισμό σχετικά με τις πολιτισμικές ταυτοτητες πολύ ευρύτερο από αυτόν που ορίζει το κοινωνικό φύλο.
Εντοπίζοντας την έρευνά της στην ελληνική αρχαιότητα, η Cantarella διερευνά επίσης ζητήματα γυναικείου αθλητισμού, δηλ. κατά πόσο η γυναικεία «παιδεία» (paideia) ήταν, όπως και η ανδρική, συνδεδεμένη με ανταγωνιστικές αξίες, για να καταλήξει ότι υπήρχαν γυναικείοι ΟΑ σε αναλογία με τους ανδρικούς.
Το ζήτημα των ταυτοτήτων θίγεται και από την εισήγηση του Bromberger αλλά δεν περιορίζεται μόνο σ'αυτό. Το ποδόσφαιρο αναλύεται εδώ ως ένας «τελετουργικός πόλεμος» όπου εκφράζονται εθνικές και τοπικές ταυτότητες -και επομένως συγκρούσεις- αλλά αναλύεται επίσης, με βάση το έργο του Geertz, και ως ένα «βαθύ παιχνίδι» που προκαλεί συγκινήσεις με γνωστικό στόχο.(a deep play producing emotions with cognitive purpose).
Αν σύμφωνα με τον Bromberger, το ποδόσφαιρο συμπυκνώνει (embodies) τις βασικές αξίες των σύγχρονων κοινωνιών, σύμφωνα με τον Andrew Stewart, ο γυμνός αθλητισμός, ιστορικά προσδιορισμένος και χρονολογημένος, αποτελεί το βασικό συστατικό της ελληνικής κουλτούρας της δημοκρατικής πόλης που τη διαφοροποιεί από τον κόσμο των βαρβάρων. Στην ελληνιστική περίοδο μάλιστα, η αθλητική αυτή κουλτούρα, με όλες τις πολιτικές, παιδευτικές και κοινωνικές της συνδηλώσεις (connotations), επεκτάθηκε ως κυρίαρχη κατακτητική κουλτούρα στην Ανατολή.
O Manfred Laemmer, εστιάζοντας την έρευνά του στην ελληνιστική Παλαιστίνη, αναδεικνύει ακριβώς τις αντιστάσεις της εβραϊκής κουλτούρας στην εκπολιτιστική (acculturating) δράση ελληνικών αθλητικών θεσμών όπως το γυμνάσιο (gymnasium). Τηρουμένων των αναλογιών, πολιτισμικές συγκρούσεις με κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες περιγράφονται και σε άλλες ανακοινώσεις για τη σύγχρονη εποχή αλλά με ανθρωπολογικά ή κοινωνιολογικά εργαλεία.
Θα ολοκληρώσω την επισκόπηση αυτή με τη θεματική που αποτέλεσε και την αφορμή για τη σύγκληση του συνεδρίου μας: τους ΟΑ. Η μελέτη των Ολυμπιακών Αγώνων μπορεί να μας οδηγήσει σε δύο διαφορετικές στοχεύσεις: τον εθνικισμό και το έθνος-κράτος αφενός και το διεθνισμό και την παγκοσμιοποίηση αφετέρου.
Είναι γνωστό ότι το ολυμπιακό κίνημα ήταν μια από τις διεθνιστικές ιδεολογίες που αναπτύχθηκαν στον 19ο αι., η οποία ωστόσο δεν αγνόησε τα έθνη αλλά αντίθετα στηρίχτηκε σ'αυτά. Μέσα στον 20ό αι., ο ολυμπιακός διεθνισμός βρέθηκε στη δίνη εθνικών ανταγωνισμών περιφερειακής ή διεθνούς κλίμακας, όπως στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η ανακοίνωση του Riordan έδειξε ακριβώς το ψυχροπολεμικό κλίμα των Ολυμπιακών της Μόσχας αλλά και την δυνάμει ανατρεπτική δράση των ΟΑ ως τόπου πολιτισμικής συνάντησης, επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν στις εισηγήσεις του Maguire, της Jinxia και του Roche. Ο μεν Maguire διερευνώντας τους λόγους για τους οποίους οι ΟΑ του 2008 δόθηκαν στο Πεκίνο παράλληλα με τις αρνητικές αντιδράσεις που προκάλεσε αυτό το γεγονός στην Αμερική, διατυπώνει γενικότερους προβληματισμούς ως προς τη σχέση ανάμεσα σε ΟΑ και γεωπολιτικούς παράγοντες αλλά και πολιτισμικές συγκρούσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
H εισήγηση της Dong Jinxia, η οποία εξετάζει πως οι γυναίκες ολυμπιονίκες στην Κίνα αντιμετωπίζονται ως «εθνικές εικόνες» (national icons) και ως μέσα ενίσχυσης της «εθνικής υπερηφάνειας», αναδεικνύει την πολιτική χρήση των Αγώνων. Προσφέρει λοιπόν υπό μια έννοια το συμπλήρωμα στην εισήγηση του Maguire, εφόσον παρουσιάζει τον τρόπο που η ίδια η Κίνα αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με το μεγα-γεγονός των ΟΑ.
Ο Roche μας πρότεινε αντίστοιχα να μελετήσουμε τους ΟΑ στο πλαίσιο της μελέτης της παγκοσμιοποίησης. Μέσα απ'αυτή την οπτική, οι ΟΑ αναλύονται με όρους «παγκόσμιας κουλτούρας» και «παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών». Στη δεύτερη εκδοχή, σημαντικό ρόλο παίζει η πρόταση της Ολυμπιακής εκεχειρίας, όπως έδειξε και η ανακοίνωση της κ. Ζερβάκη.
Η ομιλία του Roche θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα είδος κλεισίματος του συνεδρίου εφόσον πρότεινε μια ερευνητική ατζέντα για τους ΟΑ της Αθήνας αλλά και τους επόμενους ΟΑ. Πράγματι, θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον αν είχε συγκροτηθεί μια ομάδα όπως εκείνη της Βαρκελώνης ή του Lillehammer (χειμερινοί OA, 1994), που θα έκανε την εθνογραφική ή κοινωνιολογική ανάλυση της Ολυμπιάδας του 2004. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι αντί γι'αυτό, είχαμε την πρώτη διεπιστημονική μελέτη για τους ΟΑ της Αθήνας του 1896 . Τελικά λοιπόν είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα το παρελθόν βαραίνει πολύ περισσότερο από το παρόν; Αντί για απάντηση, θα επαναλάβω τα λόγια του μεγάλου γάλλου ιστορικού Fernand Braudel: «ο μυστικός σκοπός της ιστορίας, το βαθύ της κίνητρο, είναι η μελέτη της συγχρονικότητας». Θα προσθέσω: και η πορεία προς την αυτογνωσία.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1Αναφέρομαι κυρίως στη γνώση της σύγχρονης Ελλάδας, για την οποία και ελέγχω τη σχετική βιβλιογραφία, και όχι της αρχαίας.
2Εξαιρουμένης της δικής μου και του κ. Δεσποτόπουλου.
3Εξαιρουμένης της ανακοίνωσης του κ. Βερνάν.
Επιστροφή στα περιεχόμενα τους τεύχους
|