Αφού ο χωρικός συνέλεγε τη συγκομιδή του -σιτηρά, λαχανικά, σταφύλια
και σύκα- και την αποθήκευε στο σπίτι, ώστε να είναι ασφαλής, άρχιζε να υπολογίζει
τις ανάγκες του σε εργατικό δυναμικό για το επόμενο έτος. Τα παιδιά του που είχαν
μεγαλώσει κατά ένα χρόνο και μπορούσαν να βοηθήσουν περισσότερο στα χωράφια, του
έδιναν ενδεχομένως τη δυνατότητα να απολύσει κάποιο δουλοπάροικο. Ίσως όμως πάλι
και να ήταν αναγκασμένος να ψάξει για καινούριο εργάτη, γιατί κάποιος παλιός ήθελε
να φύγει. Η αλλαγή των δουλοπάροικων γινόταν συνήθως σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία
και μάλιστα στο τέλος του γεωργικού έτους: «Και μετρημένο καλά βάλ' το στ' αγγειά σου·
κι όταν πια όλο το βιος σου αποθηκέψεις συγυρισμένο μες στο σπίτι σου, τον εργάτη
διώξε απ' το σπίτι κι άτεκνη δουλεύτρα ζήτα, σε συμβουλεύω· μπελάς η δουλεύτρα με το
μικρό».
Ο χωρικός ρωτούσε το δουλοπάροικο αν ήθελε να δουλέψει γι' αυτόν το
επόμενο έτος. Αν εκείνος συμφωνούσε, τότε μετακόμιζε στο σπίτι του χωρικού και
συντηρούνταν από την παραγωγή του αγροκτήματος (γι' αυτό και ο Ησίοδος ονομάζει
τους δουλοπάροικους και τις οικιακές δούλες «δμώες» και «δμώαι» αντίστοιχα,
γιατί ενσωματώνονταν στον οίκο, πβ. λατινικά «domus»). Συχνά συμφωνούσαν και σε
μία επιπλέον αμοιβή, όπως για παράδειγμα ρουχισμός ή υποδήματα. Αν ο χωρικός
έμενε ικανοποιημένος από το δουλοπάροικο ή την οικιακή δούλα και εξακολουθούσε
να χρειάζεται δυναμικό για την επόμενη χρονιά, η σύμβαση εργασίας μπορούσε να
ανανεωθεί για ένα ή και περισσότερα έτη.
Οι χωρικοί απασχολούσαν στα χωράφια τους ελεύθερους εργάτες
-δουλοπάροικους και οικιακές δούλες- γιατί το μόνο που υποχρεώνονταν να τους
προσφέρουν ήταν τροφή και ένας χαμηλός μισθός. Σκλάβους δεν είχαν τη δυνατότητα
να αποκτήσουν λόγω του υψηλού κόστους αγοράς τους. Τα ομηρικά έπη αναφέρουν ότι η
τιμή ενός καλού σκλάβου ανερχόταν στα «τέσσερα βόδια» ή ακόμη και στα «είκοσι βόδια».
Και τέτοια ποσά δεν μπορούσε να καταβάλει ένας χωρικός.
Οι ελεύθεροι υποτακτικοί που εργάζονταν για τους χωρικούς κατάγονταν
από οικογένειες της κατώτατης αγροτικής τάξης, της τάξης των θητών. Επειδή τα έσοδα
από τη λιτή ιδιοκτησία τους δεν επαρκούσαν για να συντηρηθεί ολόκληρη η οικογένεια,
αναγκάζονταν να στείλουν τα παιδιά τους, στην ηλικία των 8 με 10 ετών, γεωργικούς
εργάτες σε άλλους χωρικούς. Οι πηγές δεν αναφέρονται στον τρόπο αντιμετώπισης αυτού
του αποχωρισμού από την πλευρά των παιδιών. Όμως αυτοβιογραφίες γεωργικών εργατών
του 19ου αιώνα αποδεικνύουν πόσο ο αποχωρισμός και η αναγκαιότητα προσαρμογής
σ' ένα καινούριο σπίτι έκαναν τα παιδιά αυτά να υποφέρουν. Κι αν σπάνια τους δινόταν
η ευκαιρία να επισκεφθούν τους γονείς τους, η νοσταλγία για την οικογένεια ήταν
εξαιρετικά έντονη. Αρχικά δούλευαν ως νεαροί δουλοπάροικοι στο αγρόκτημα και
μεγαλώνοντας αναλάμβαναν και βαριές σωματικές εργασίες. Δούλευαν πολλά χρόνια
σε διάφορους χωρικούς, συχνά μάλιστα μέχρι και πέρα απ' τα σαράντα τους, γιατί
ως γεωργικοί εργάτες ήταν καλύτερα εξασφαλισμένοι απ' ό,τι ως ημερομίσθιοι στην
πενιχρή ιδιοκτησία των γονιών τους.
Οι δουλοπάροικοι κοιμούνταν τη νύχτα στα χωράφια, για να ξαναρχίσουν
αμέσως με το χάραμα τη δουλειά. Μόνο ο χωρικός γυρνούσε το βράδυ στο χωριό, συχνά
μετά τη δύση του ηλίου. Άρα μόνο οι χωρικοί κατοικούσαν στο χωριό κι έτσι ο σαφής
διαχωρισμός ανάμεσα στην αγροτική και την κατώτατη αγροτική τάξη γινόταν εμφανής
με εξωτερικά στοιχεία. Η θαλπωρή του αγροτικού σπιτιού δεν ήταν εγγυημένη για τους
δουλοπάροικους ούτε καν το χειμώνα. Ο Ησίοδος τους συμβούλευε να φτιάχνουν έγκαιρα
καλύβες μέσα στο χωράφι για να προστατεύονται απ' τους ψυχρούς βορινούς ανέμους.
Μόνο οι οικιακές δούλες που βοηθούσαν τη χωρική στην περαιτέρω επεξεργασία των καρπών,
την ανατροφή των παιδιών και την υφαντουργία διέμεναν στο σπίτι.
Επειδή λόγω των περιορισμένων ή ανεπαρκών αποθεμάτων του ο χωρικός
αναγκαζόταν να υπολογίζει με μεγάλη ακρίβεια τις ανάγκες του σε εργατικό δυναμικό,
έπαιρνε στην υπηρεσία του μόνο ανύπαντρους και άτεκνους, δουλοπάροικους και οικιακές
δούλες, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να θρέφει και μικρά παιδιά, που δεν μπορούσαν
να βοηθήσουν στα χωράφια. Όπως συμβαίνει και σε άλλες αγροτικές κοινωνίες, έτσι
και στη συγκεκριμένη περίπτωση, άμεση απόλυση απειλούσε τη δούλα που έμενε έγκυος.
Ακόμη και μετά τον τοκετό, μόνο αν οι γονείς της ή κάποια ξένη τροφός προθυμοποιούνταν
να αναλάβουν και να μεγαλώσουν το νεογέννητο, της επιτρεπόταν να γυρίσει στο
αγρόκτημα. Έτσι οι εργάτες στα χωράφια, όσο ήταν στην υπηρεσία των χωρικών,
ήταν αναγκασμένοι να μην κάνουν οικογένεια. Ακόμη κι αυτό ήταν αποκλειστικό
προνόμιο των ευγενών και των χωρικών.
Ως εκ τούτου τα μέλη της κατώτατης αγροτικής τάξης παντρεύονταν
σε μεγάλη ηλικία, συνήθως μετά τα σαράντα. Ο γάμος σηματοδοτούσε και το τέλος της
υπηρεσίας στο αγρόκτημα. Ο δουλοπάροικος, η οικιακή δούλα και το παιδί που είχαν
ενδεχομένως αποκτήσει εν τω μεταξύ μετακόμιζαν σε μια καλύβα και καλλιεργούσαν το
μικρό κήπο ή το χωραφάκι των γονιών τους. Επειδή όμως απ' αυτό δεν μπορούσαν να
ζήσουν, δούλευαν αναγκαστικά και ως ημερομίσθιοι, μόνο όταν υπήρχε τακτικά δουλειά,
δηλαδή κυρίως την εποχή της συγκομιδής. Ωστόσο δεν ήταν σε θέση να αναθρέψουν τα
παιδιά τους στο σπίτι τους. Κι αυτά, όπως και οι γονείς τους, έπρεπε να μπουν στην
υπηρεσία των χωρικών. Έτσι στη διάρκεια της ζωής τους άλλαζαν πολλές φορές οι
συνθήκες διαβίωσής τους, γι' αυτό και ονομάζονται και "life - cycle servants"
(τον όρο διατύπωσε ο P. Laslett).
Σε διαφορετική θέση βρίσκονταν οι γεωργικοί εργάτες πλούσιων χωρικών
και αριστοκρατών. Επειδή τα χωράφια τους απέδιδαν περισσότερο και εξασφάλιζαν
μακροπρόθεσμα αποθέματα, οι πλούσιοι χωρικοί και οι αριστοκράτες μπορούσαν να
κρατήσουν τους γεωργικούς εργάτες στον οίκο τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα,
ακόμη μάλιστα να αποκτήσουν και σκλάβους, παρά το υψηλό κόστος αγοράς τους.
Η Ακτορίς, για παράδειγμα, ήταν αρχικά η τροφός της Πηνελόπης και αργότερα,
όταν η Πηνελόπη παντρεύτηκε, ακολούθησε την κυρία της στο σπίτι του Οδυσσέα.
Ο Εύμαιος μεγάλωσε μαζί με την κόρη του Κτιμένη στο σπίτι του κυρίου του Λαέρτη
και αργότερα υπηρέτησε πιστά και το γιο του, τον Οδυσσέα, ως χοιροβοσκός.
Στην καθημερινή ζωή και στην εργασία οι ελεύθεροι δουλοπάροικοι
και οι οικιακές δούλες δεν είχαν διαφορετική αντιμετώπιση από τους μη ελεύθερους.
Στους οίκους των ευγενών υπήρχε ανοχή ακόμη και για εξωσυζυγικές σχέσεις μεταξύ
ελεύθερων και μη ελεύθερων υποτακτικών, και τα παιδιά που προέκυπταν από τέτοιου
είδους δεσμούς αναθρέφονταν μαζί με τα παιδιά του κυρίου τους. Οι δουλοπάροικοι,
έπειτα από πολλά χρόνια πιστής υπηρεσίας, μπορούσαν να ελπίζουν ακόμη και στο να
αποκτήσουν την ελευθερία τους και να τους δώσει ο κύριός τους μια γυναίκα, ένα
σπιτάκι κι ένα χωράφι για να το καλλιεργούν οι ίδιοι.
|