Στην κορυφή της ιεραρχίας του οίκου βρισκόταν ο αρχηγός του οίκου. Καθήκον του ήταν να λαμβάνει τις σημαντικές αποφάσεις για το σπίτι και την οικογένεια. Έτσι αυτός ήταν που αποφάσιζε αν ένα νεογέννητο θα γινόταν αποδεκτό ως νόμιμο τέκνο της οικογένειας, ποιον θα παντρευόταν η κόρη ή η ανύπαντρη ακόμη αδερφή του, αν έπρεπε το χωράφι να αφεθεί σε αγρανάπαυση για να εξασφαλιστούν τα μέσα διαβίωσης των γιων, πότε θα αναλάμβαναν οι γιοι το αγρόκτημα κλπ. Ως αρχηγός του οίκου ο χωρικός αποτελούσε το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον οίκο του και το υπόλοιπο χωριό.

Ο αρχηγός του οίκου είχε θέση ισχύος και κύρους μέσα στον οίκο, δεν κατείχε όμως απόλυτη εξουσία όπως ο pater familias στη ρωμαϊκή κοινωνία. Μία πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στη θέση του πατέρα στην αρχαία Ελλάδα και του pater familias στην αρχαία Ρώμη είναι ότι ο δεύτερος είχε ισόβια εξουσία στον οίκο και το αγρόκτημα περιερχόταν στους γιους του μόλις μετά το θάνατό του, ενώ αντίθετα ο πατέρας στην Ελλάδα παρέδιδε το αγρόκτημά του σε ηλικία περίπου 60 ετών στους γιους του και στη συνέχεια ήταν αναγκασμένος να υποταχθεί σ' αυτούς ως καινούριους επικεφαλής του αγροκτήματος. Η εξουσία του πατέρα δεν μπορούσε να οριστεί με τόσο απόλυτο τρόπο όπως στη Ρώμη, γιατί προοριζόταν εξαρχής να περάσει κάποια μέρα στα χέρια των γιων του. Διαχωρίζουμε λοιπόν την παράδοση του αγροκτήματος post mortem (μετά θάνατον) από την παράδοση inter vivos (εν ζωή). Και αυτή η διαφορά ασκεί μεγάλη επίδραση στη σχέση μεταξύ πατέρα και γιων.

Σε περίπτωση που ο πατέρας δεν πέθαινε πρόωρα, ο γιος αναλάμβανε το αγρόκτημα σε ηλικία περίπου 30 ετών. Ο προσδοκώμενος μέσος όρος ζωής στις αγροτικές, προβιομηχανικές κοινωνίες ήταν συνήθως γύρω στα 35 χρόνια. Σε αυτή την ηλικία ήταν σωματικά ικανός να εκτελέσει κάθε εργασία που προέκυπτε και αρκετά έμπειρος ώστε να γνωρίζει πότε πρέπει να γίνουν ποιες δουλειές, πώς να αποφεύγει ζημιές στο κτήμα και πώς να συμπεριφέρεται στην κοινότητα. Ως αρχηγός του οίκου ο χωρικός εργαζόταν κι αυτός στα χωράφια με όλες του τις δυνάμεις. Ξημερώματα πήγαινε στους δουλοπάροικούς του, τους έδινε οδηγίες για τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν και συχνά δε γύριζε πίσω πριν δύσει ο ήλιος.

Εξάλλου μοίραζε τις μερίδες του φαγητού, που υπολογίζονταν ανάλογα με τη δυσκολία της δουλειάς. Όποιος εκτελούσε βαριά σωματική εργασία, όπως για παράδειγμα ο δουλοπάροικος που όργωνε, έπαιρνε αναλόγως μεγαλύτερη μερίδα. Στα παιδιά, που δούλευαν λιγότερο, αναλογούσαν μικρότερες μερίδες. Πολλοί ενήλικοι που μεγάλωσαν σε αγροκτήματα θυμούνταν αργότερα ότι στην παιδική τους ηλικία ήταν συνεχώς πεινασμένοι, ακριβώς γιατί οι μερίδες ήταν τόσο μικρές. Ακόμη και η γυναίκα του χωρικού και οι δούλες έπαιρναν μικρότερες μερίδες, γιατί οι δουλειές του σπιτιού δεν απαιτούσαν τόσο μεγάλη σωματική καταπόνηση.

Όσο περισσότερο διατηρούσε ο χωρικός τη θέση του ως αρχηγός του οίκου τόσο μεγάλωνε το κύρος του στο χωριό. Φυσικά η εκτίμηση των γειτόνων δεν εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από το ότι ήταν ανεξάρτητος χωρικός και από την ηλικία του. Έπρεπε επίσης να διαθέτει την ικανότητα να δίνει χρήσιμες συμβουλές, να είναι έντιμος και εργατικός και να τηρεί τους κανόνες του χωριού. Παρ' όλα αυτά στις αγροτικές κοινωνίες η ηλικία είναι ένας σημαντικός γνώμονας για τη θέση του ατόμου στο χωριό και τον οίκο. Τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο χωριό είχε η ψήφος εκείνων που ήταν μεταξύ 50 και 60 ετών. Αν οι σωματικές δυνάμεις του πατέρα ελαττώνονταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί πια να εκτελέσει όλες τις εργασίες στο χωράφι, τότε έπρεπε να αποτραβηχτεί και να παραδώσει την ευθύνη του κτήματος στο γιο του. Έτσι, όχι μόνο έχανε σημαντικό μέρος του κύρους του μέσα στην οικογένεια αλλά και στους γείτονες. Και καθότι ο γέροντας δεν είχε πια όλες του τις δυνάμεις για να εργαστεί, ακόμα και οι μερίδες του φαγητού του, που τώρα τις μοίραζε ο γιος του, ήταν μικρότερες.


 

Παραδοσιακό όργωμα με ξύλινο αλέτρι.