Την εικόνα της γενικής κρίσης συνέθεταν τα σοβαρότατα
προβλήματα στην οικονομία, η κοινωνική αναστάτωση λόγω της δυσμενούς θέσης
κοινωνικών ομάδων, οι αποτυχίες της εθνικής πολιτικής και η ενοχοποίηση
του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου αλλά και του θρόνου για αυτές.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στη διακήρυξη εκ μέρους των Κρητών
της Ένωσης με την Ελλάδα το 1908, δηλαδή η αποδοχή της διατήρησης της Κρήτης
υπό την τουρκική επικυριαρχία, προτάσσοντας την πάση θυσία αποφυγή ελληνοτουρκικού
πολέμου και υπακούοντας στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, έπληξε για
άλλη μια φορά το κύρος του βασιλιά και του περιβάλλοντός του, ως προς την
ικανότητά τους στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων.
Ειδικότερα, στο χώρο των ελλήνων αξιωματικών κυριαρχούσε αίσθημα ταπείνωσης
και μειονεξίας, καταγόμενο από την ήττα του '97 και διαιωνιζόμενο από την
"άψογον", όπως ειρωνικά ονομάστηκε, στάση της Ελλάδας στις σχέσεις με την Τουρκία, ειδικά
με αφορμή την προαναφερθείσα διακήρυξη της Ένωσης της Κρήτης. Ταυτόχρονα,
καθολική είναι η δυσαρέσκεια απέναντι στον πολιτικό κόσμο, υπεύθυνο για
την ανεπάρκεια του εξοπλισμού του στρατού, την εν γένει κακή κατάστασή του.
Το κλίμα αναστάτωσης συμπλήρωναν τα παράπονα για ευνοιοκρατία αλλά και
κάποιες γερμανικής εμπνεύσεως ρυθμίσεις που παρακώλυαν τις προαγωγές και
απειλούσαν με στασιμότητα τη σταδιοδρομία πολλών αξιωματικών, φαινόμενα
συνδεμένα και τα δύο με τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο, τον επικεφαλής του στρατεύματος.
Εξάλλου, η οικονομική κρίση το 1908, αποτέλεσμα της αδυναμίας διάθεσης
των γεωργικών προϊόντων στο εξωτερικό και της διεθνούς ύφεσης που μείωσε
τα εμβάσματα Ελλήνων από την Αίγυπτο και την Αμερική, έπληξε και τα εισοδήματα
των στρατιωτικών, οι οποίοι, όπως και άλλες επαγγελματικοκοινωνικές ομάδες,
στηρίζονταν εκτός του μισθού τους σε οικογενειακούς, αγροτικούς κυρίως,
πόρους.
|
|
Στον αναβρασμό στο χώρο του στρατού πρέπει να υπολογιστεί και η επίδραση
που είχε στους έλληνες αξιωματικούς η κίνηση των Νεοτούρκων, της "Ένωσης
και Προόδου", η οποία ενέτεινε το υπάρχον αίσθημα μειονεξίας, αντιπαραθέτοντας
στην αναγεννητική προσπάθεια των Τούρκων το τέλμα της Ελλάδας. Έτσι, αρκετοί
κατώτεροι κυρίως αξιωματικοί ίδρυσαν μια μυστική εταιρεία, η οποία άρχισε
να αριθμεί όλο και περισσότερα μέλη, το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, που τέθηκε
τελικά υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά.
Το κίνημα ή "προνουντσιαμέντο" στο Γουδί εκδηλώθηκε στις 15
Αυγούστου 1909. Με αρχικές επιδιώξεις σχετικές με επαγγελματικά τους ζητήματα,
την αναδιοργάνωση του στρατού και τη βελτίωση της πολεμικής ετοιμότητας
της χώρας γενικότερα, οι στρατιωτικοί πρόβαλαν εντέλει ευρύτερους μεταρρυθμιστικούς
στόχους που αφορούσαν τη ριζική εξυγίανση του κρατικού μηχανισμού. Η κυβέρνηση
Δημήτριου Ράλλη, αποτυγχάνοντας να διαχειριστεί την κατάσταση, παραιτήθηκε
και ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης στον Κυριακούλη
Μαυρομιχάλη, ο οποίος δέχτηκε να εφαρμόσει πολλά από τα αιτήματα του Συνδέσμου.
Οι στρατιωτικοί έλεγχαν στην ουσία και το Κοινοβούλιο και την εκτελεστική
εξουσία. Η όλη ενέργεια των στρατιωτικών βρήκε θερμή λαϊκή ανταπόκριση,
που εκδηλώθηκε δυναμικά με ένα μαζικό συλλαλητήριο στην Αθήνα στο τέλος
του Σεπτέμβρη.
Η επόμενη περίοδος, ως το τέλος του 1909, πέρασε μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας
και συγκρούσεων. Παρά την καταρχήν επιτυχία των στρατιωτικών και την προώθηση
αρκετών από τα μεταρρυθμιστικά τους αιτήματα με ψήφιση ανάλογων νόμων η
μεταρρύθμιση αντιμετώπιζε την αντίδραση του παλαιού πολιτικού κόσμου. Εξάλλου,
ο Σύνδεσμος δε διακρινόταν από σαφή πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα,
η παρέμβασή του είχε περισσότερο να κάνει με την εκδήλωση μιας δυσαρέσκειας
απέναντι στα παλιά κόμματα και στα ανάκτορα. Η κατάσταση ήταν μάλλον αδιέξοδη
και ο Σύνδεσμος προσανατολιζόταν σε αναζήτηση πολιτικού συμβούλου, τον
οποίο αναγνώρισε στο πρόσωπο του κρητικού πολιτικού, του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Tο Κίνημα στο Γουδί απασχόλησε τους ιστορικούς- μελετητές. Θεωρήθηκε
αντίδραση του στρατού ως αυτόνομου πολιτικού παράγοντα -πράγμα όχι παράδοξο
για τις κοινωνικές δομές της Ελλάδας της εποχής- σε μια "ανάξια"
ηγεσία με αίτημα να αντικατασταθεί από μια "αξιότερη", χωρίς
όμως στόχους θεσμικών ανατροπών. Χαρακτηρίστηκε επίσης ως αστική επανάσταση,
η οποία ωστόσο στην Ελλάδα του 1909 είναι σε αναντιστοιχία με την οικονομική
και κοινωνική εξέλιξη της χώρας, ως ενδοαστική, προκειμένου να δηλωθεί
η επιδιωκόμενη παραμέριση μιας κρατικής αστικής τάξης από μια ανερχόμενη
επιχειρηματική. Γεγονός πάντως είναι ότι το κίνημα υποστηρίχθηκε κυρίως
από τις κατώτερες τάξεις, μικροαστούς, εργάτες και τους επίδοξους μετανάστες
που κυκλοφορούσαν υποαπασχολούμενοι ή άνεργοι στην Αθήνα αδημονώντας να
αναχωρήσουν. Αυτοί αποτελούσαν τη μεγάλη μάζα του συλλαλητηρίου του Σεπτέμβρη
και στρέφονταν εναντίον των ανώτερων τάξεων, συμπεριλαμβανομένης και της
αστικής. Άμεσα όμως η ριζοσπαστικότητα των κατώτερων τάξεων εξέπνευσε λόγω
έλλειψης κάθε δύναμης και ιδεολογικής ωριμότητας και προωθήθηκαν από τον
Ελευθέριο Βενιζέλο επιλογές εκσυγχρονιστικές, αστικές, που αποτελούν τις
επιδιώξεις των ανερχόμενων μεσαίων στρωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η Επανάσταση στο Γουδί άνοιξε το δρόμο για τον εκσυγχρονισμό
της οικονομίας και την εδραίωση του αστικού καθεστώτος. Πράγματι, η επανάσταση
στο Γουδί σφραγίζει μια εποχή και εγκαινιάζει μια νέα για την Ελλάδα.
|
|