Η "ντροπή του '97" θα σημαδέψει ανεξίτηλα
το πολιτικό κλίμα ως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, προσφέροντας
την καταλυτική αφορμή για τη συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας του πολιτικού
κατεστημένου και της ανάγκης για πολιτική μεταρρύθμιση τόσο σε επίπεδο
δομών όσο και σε επίπεδο προσώπων.
Στις τάξεις του στρατού, ειδικά των κατώτερων στρατιωτικών, ήταν διάχυτη
η πεποίθηση ότι η εμπλοκή των πριγκήπων στην ηγεσία του στρατεύματος και
η συνολικότερη ανικανότητα και διαφθορά πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων
ήταν άμεσα υπεύθυνες για την εθνική αποτυχία. Η οξύτατη έκφραση της λαϊκής
αγανάκτησης και ενός γενικευμένου αντιδυναστικού αισθήματος την αμέσως
μετά την ήττα εποχή δεν οδήγησε σε ανατροπές, όπως προς στιγμήν διαφάνηκε,
λόγω της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ της δυναστείας αλλά και της
πρόθυμης συνεπικουρίας των πολιτικών που φοβούνταν ο καθένας για τη δική
του τύχη. Έτσι, παρά την αντιδημοτικότητα της βασιλείας ο θρόνος διατήρησε
αλώβητη την εξουσία του.
Ταυτόχρονα, τα οικονομικά προβλήματα λαμβάνουν διαστάσεις κρίσης που
οξύνεται με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, γεγονός που εξάλλου
έρχεται και αυτό να προστεθεί στο αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης. Την πρώτη
δεκαετία του αιώνα σημειώθηκε ευρύτατο κύμα μετανάστευσης κυρίως προς την
Αμερική, τροφοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τη σταφιδική κρίση, ενώ το 1908 η διεθνής οικονομική
ύφεση μείωσε τα εμβάσματα των ομογενών και των μεταναστών και κατά συνέπεια
τα εισοδήματα των πολιτών.
Την πολιτική αστάθεια και τις ζυμώσεις της πρώτης περιόδου μετά τον
πόλεμο του 1897 τερματίζει σε κάποιο βαθμό το 1899 η εκλογική νίκη του
τρικουπικού κόμματος, στην ηγεσία του οποίου είχε αναδειχθεί ο Γεώργιος
Θεοτόκης. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που είχε εξαγγείλει ο Θεοτόκης συγκέντρωσε
τις ελπίδες και την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας. Στο πρώτο διάστημα της
πρωθυπουργίας του (1899-1901) ο Θεοτόκης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το στρατιωτικό
και το σταφιδικό ζήτημα, ενώ ένα μάλλον ξένο προς αυτόν γεγονός, τα "Ευαγγελικά",
του στοίχισε την πτώση του. Η πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη προκάλεσε νέα
πολιτική ανωμαλία, με αποκορύφωση βίαια γεγονότα όπως τα "Σανιδικά",
ενώ η κυβερνητική αστάθεια τα επόμενα έτη (1902-4) κατέστησε ακόμα πιο
αισθητό το αδιέξοδο της χώρας, την "κακοδαιμονία", κατά την κοινή
έκφραση των συγχρόνων. Στην εξουσία εναλλάσσονταν το τρικουπικό και το
δηλιγιαννικό κόμμα. Το 1905 δολοφονείται ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης.
Η οικονομική κρίση που ακολούθησε την πρόσκαιρη ανάκαμψη μετά το τέλος
του πολέμου, η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και ταραχή, η ιδεολογική
σύγχυση που εκδηλωνόταν με περιστατικά όπως τα "Oρεστειακά" το
1903, όλα αυτά οδηγούν όλο και περισσότερο στο αίτημα εξόδου από το τέλμα.
Το 1906 σχηματίζεται, κατόπιν νίκης στις εκλογές, και πάλι κυβέρνηση του
Γεώργιου Θεοτόκη.
|
|
Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου εμφανίστηκε στη Βουλή μια μικρή αλλά μαχητική
αντιπολιτευτική ομάδα ανεξάρτητων βουλευτών, προτείνοντας μεταρρυθμίσεις
και στηλιτεύοντας την κακή διαχείριση της πολιτικής και της διοίκησης.
Η μαχητικότητα και ο δυναμισμός τους θύμισαν στον εκδότη της Ακροπόλεως Βλάσση Γαβριηλίδη τους
ιάπωνες μεταρρυθμιστές που εξέλιξαν τη χώρα τους σε πρώτη δύναμη, νικήτρια
των Ρώσων το 1905, γι' αυτό και τους ονόμασε "ομάδα των Ιαπώνων".
Η ομάδα αυτή υποστηρίχθηκε έντονα από τον τύπο. Μέλη της υπήρξαν ο Στέφανος
Δραγούμης, ο Δημήτριος Γούναρης, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Εμμανουήλ Ρέπουλης,
ο Χαράλαμπος Βοζίκης και ο Απόστολος Αλεξανδρής. Η υπουργοποίηση του Δημήτριου
Γούναρη στον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Θεοτόκη το 1908 διέλυσε την ομάδα,
ενώ ούτε και εκείνος προώθησε κάποιες από τις μεταρρυθμιστικές του αντιλήψεις.
Ο Γεώργιος Θεοτόκης, ο οποίος χρημάτισε με κάποιες διακοπές σχεδόν μια
δεκαετία πρωθυπουργός, οδήγησε γενικά τη χώρα έστω με αργά και κάποτε αμφίρροπα
βήματα στην κατεύθυνση της αναδιοργάνωσης μετά την ήττα παρά τη σταδιακή
του υποχώρηση από το προοδευτικό και ανακαινιστικό πρόγραμμα του Τρικούπη.
Ασχολήθηκε ειδικά με την ανασυγκρότηση της οικονομίας μετά την πτώχευση,
ενώ, κυρίως στην τετραετία 1906-9, στόχευσε στην αναδιοργάνωση του στρατού,
εκτιμώντας ότι η διεθνής πολιτική κατέτεινε όλο και περισσότερο στο διαμελισμό
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Ελλάδα έπρεπε να είναι αξιόμαχη για
επικείμενες πολεμικές αναμετρήσεις. Η επιλογή της κυβέρνησης να μεριμνήσει
για την άμυνα της χώρας και τον εξοπλισμό του στρατού δεν επέτρεψε όμως
κανένα μέτρο κοινωνικής πρόνοιας ούτε έργα υποδομής κατά την τετραετία
1906-9.
Η έκρυθμη κατάσταση, φανερή από την αρχή κιόλας του 1909, οδήγησε στην
οριστική παραίτηση του Θεοτόκη (έπειτα από μια πρώτη που ανακλήθηκε το
Μάιο του ίδιου χρόνου) το καλοκαίρι του 1909. Τον διαδέχεται η τέταρτη
κατά σειρά μέσα στα χρόνια αυτά κυβέρνηση του Δημήτριου Ράλλη, η οποία
θα κληθεί να διαχειριστεί τις εξελίξεις του κινήματος στο Γουδί.
|
|