ατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η χρονογραφία
ρέπει προς την κατεύθυνση της λόγιας κλασικίζουσας ιστοριογραφίας,
έτσι ώστε συχνά η διάκριση να είναι ασαφής και συμβατική.
Για παράδειγμα, τα χρονικά της Άλωσης διατηρούν ψήγματα της
χρονογραφικής παράδοσης, ενώ κατά βάση αποτελούν δείγματα
της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας. Οι περισσότερες βέβαια χρονογραφίες
εξακολουθούν να αρχίζουν από κτίσεως κόσμου και να δίνουν
τεράστια σημασία στη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων. Οι
προγενέστερες όμως περίοδοι παρακάμπτονται πιο γρήγορα και
το ενδιαφέρον προσανατολίζεται όλο και πιο έντονα στη σύγχρονη
του συγγραφέα εποχή και στα προβλήματά της (την εποχή αυτή,
στην
εικονομαχική έριδα). Ακόμη,
εμφανίζεται η χρονολογική διάρθρωση ανά διαδοχές αυτοκρατόρων
(Βασιλείες). Η γλώσσα επίσης και το ύφος τείνουν προς μία
πιο κλασικίζουσα μορφή. Σε πολλές περιπτώσεις η χρονογραφία
στη Μέση Βυζαντινή περίοδο καλλιεργείται από πολύ μορφωμένους
συγγραφείς.
Σημαντικότεροι χρονογράφοι της περιόδου είναι ο πατριάρχης
Νικηφόρος, ο
Γεώργιος Σύγκελλος, ο
Θεοφάνης ομολογητής, ο
Γεώργιος Μοναχός, ο
Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης,
οι συνεχιστές του Θεοφάνη, ο
Ιωάννης Σκυλίτζης, ο
Γεώργιος Κεδρηνός, ο
Ιωάννης Ζωναράς, ο
Κωνσταντίνος Μανασσής (έμμετρη)
και ο
Μιχαήλ Γλυκάς.
Με το τέλος της περιόδου αυτής εκλείπει τυπικά η χρονογραφία.
Στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα ο
Εφραίμ θα γράψει σε δωδεκασύλλαβους
στίχους την ιστορία της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης φτάνοντας
ως το 1261. Στοιχεία της χρονογραφικής παράδοσης διατηρούνται
στα λεγόμενα βραχέα χρονικά. Πρόκειται για σύντομα
χρονολογικά σημειώματα που βρέθηκαν κυρίως στα περιθώρια χειρογράφων
από το 10ο αιώνα και εξής. Περιλαμβάνουν είτε σύντομες ειδήσεις
και αναφορές σε γεγονότα είτε εκτενέστερα αποσπάσματα από
προγενέστερα έργα, αυτοκρατορικούς ή πατριαρχικούς καταλόγους
και γενεαλογίες οικογενειών.
|
Πατριάρχης Νικηφόρος (περ. 758-13 Μαρτίου 829), Iστορία
Σύντομος, 60, μετάφραση Λ. Kωσταρέλη.
Γεώργιος
Σύγκελλος (+810), Εκλογή Χρονογραφίας, 73, σ. 24-74,
μετάφραση Μ. Δετοράκη.
Ιωάννης
Ζωναράς (τέλη 11ου-αρχές 12ου αιώνα), Επιτομή Ιστοριών,
8, μετάφραση Ι. Γρηγοριάδης.
Κατά το δέκατο έβδομο έτος
της βασιλείας του αποπερατώθηκε και ο μεγάλος κίονας που βρίσκεται
στο προαύλιο της Μεγάλης Εκκλησίας, στο στυλοκέφαλο του οποίου
ο αυτοκράτορας έστησε έφιππο ανδριάντα του. Στο ίδιο σημείο
υψωνόταν πριν ένας άλλος κίονας, ο οποίος έφερε έναν ασημένιο
ανδριάντα του Μεγάλου Θεοδοσίου, που ήταν έργο του γιου του
Αρκαδίου και ζύγιζε επτά χιλιάδες τετρακόσιες λίτρες. Ο Ιουστινιανός
κατεδάφισε ανδριάντα και κίονα, αφαίρεσε το ασήμι και ανήγειρε
τον κίονα με το δικό του ανδριάντα, που βλέπει κανείς σήμερα.
|