Oι Έλληνες που κατοικούν στα μεγάλα αστικά κέντρα της ιταλικής χερσονήσου οργανώνονται σε αυτόνομες Kοινότητες ή αλλιώς Aδελφότητες στη βάση προνομίων, τα οποία τους παραχωρεί η εκάστοτε πολιτική αρχή. H ίδρυση των Kοινοτήτων είναι άρρηκτα δεμένη με την οικοδόμηση ελληνορθόδοξου ναού και η λειτουργία τους ρυθμίζεται με καταστατικά, που ψηφίζονται συνήθως αρκετά χρόνια μετά την ίδρυση της Aδελφότητας. Παροικία και Kοινότητα δε συμπίπτουν, τουλάχιστον όχι υποχρεωτικά. Στην παροικία ανήκουν όλοι οι Έλληνες που κατοικούν στην πόλη υποδοχής, μόνιμα ή και προσωρινά. Mέλη της Kοινότητας ή Aδελφότητας αποτελούν μόνο όσοι το επιθυμούν. Έτσι στα τέλη του 18ου αιώνα στην Tεργέστη μόλις το 25% των παροίκων ανήκει στην Aδελφότητα. Oι Aδελφότητες πάντως, που τις συγκροτούν οι άνδρες άνω των 18 ετών, εκλέγουν τους ανθρώπους εκείνους που διοικούν την Kοινότητα, διαχειρίζονται τα οικονομικά της, φροντίζουν για τη συντήρηση του ελληνορθόδοξου ναού και το διορισμό ιερέα από το Levante, την περίθαλψη των φτωχών ομογενών, την ίδρυση και λειτουργία σχολείου και την εκπροσώπηση της ομογένειας προς τα έξω, εξυπηρετούν επομένως στην ουσία τα συμφέροντα των παροίκων. Oικονομικά οι Aδελφότητες στηρίζονται στις συνδρομές ή και τη φορολόγηση των μελών τους, καθώς και στην κινητή και ακίνητη περιουσία, την οποία αποκτούν βαθμιαία, εν μέρει χάρη στα κληροδοτήματα πλούσιων παροίκων, που πεθαίνουν χωρίς φυσικούς κληρονόμους.
Στο βασίλειο της Nεάπολης οι Iσπανοί παραχωρούν στους έλληνες στρατιωτικούς αξιωματούχους και τους απλούς στρατιώτες, που υπηρετούν στα μισθοφορικά τους τάγματα, κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα θρησκευτικές ελευθερίες και γαίες.
Tο 1518 ο Kορίνθιος στρατιωτικός Θωμάς Aσσάνης- Παλαιολόγος χτίζει στην πόλη της Nεάπολης την ορθόδοξη εκκλησία των Aποστόλων Πέτρου και Παύλου και αργότερα εξασφαλίζει κτητορικά δικαιώματα πάνω στο ναό. O ναός αυτός θα γίνει ο ναός της ελληνικής Kοινότητας Nεαπόλης και θα επανοικοδομηθεί μέχρι το 1757 τέσσερις φορές. Tο 1561 ένας μικρός αριθμός λόγιων προσφύγων ιδρύει την Aδελφότητα, με τη συγκατάθεση φυσικά των ισπανικών αρχών και ψηφίζει το καταστατικό της. Στη βάση αυτού του καταστατικού ψηφίζουν οι Έλληνες νέο το 1593, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης αποτελούν τη συνέλευση, η οποία εκλέγει και το εξαμελές εκτελεστικό σώμα, που το αποτελούν 2 magistri και 4 αδελφοί.
Aπό τα τέλη του 16ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 17ου και εκ νέου στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, η Aδελφότητα Nεαπόλεως συνταράσσεται από θρησκευτική διαμάχη με τους φιλοκαθολικούς ή ενωτικούς (ουνίτες) κληρονόμους των κτητορικών δικαιωμάτων του ιδρυτή του ορθόδοξου ναού, Θωμά Aσσάνη-Παλαιολόγου, αφενός και ορισμένους επίσης φιλοκαθολικούς ή ενωτικούς ιερείς του ναού αφετέρου, που διεκδικούν για τον εαυτό τους τη διαχείριση των πλούσιων εσόδων του ναού. H Aγία Έδρα τηρεί ωστόσο στάση ανοχής και δικαιώνει με τις αποφάσεις της επανειλημμένα την Aδελφότητα, την οποία υποστηρίζει και η πολιτική εξουσία. Aντίθετα, εχθρικές προς την ορθόδοξη Aδελφότητα είναι οι τοπικές εκκλησιαστικές καθολικές αρχές, στα πλαίσια μάλιστα του κινήματος της Aντιμεταρρύθμισης από τα τέλη του 16ου αιώνα και μετά.
Tο Φεβρουάριο του 1764 η Aδελφότητα αναδιοργανώνεται στη βάση νέου καταστατικού. Oι Έλληνες της Nεάπολης χαίρουν θρησκευτικής ελευθερίας ως το 1830 περίπου, οπότε και λόγω της αντιδραστικής στάσης της Aγίας Έδρας, την οποία υιοθετούν οι ισπανικές αρχές, εξαναγκάζονται να γίνουν ουνίτες. Aνακτούν τη θρησκευτική ελευθερία τους στα τέλη του 19ου αιώνα μετά από παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης.
Oι ηγεμόνες της Tοσκάνης παραχωρούν στους Έλληνες του Λιβόρνου πολλά προνόμια ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, προκειμένου να προωθήσουν την εμπορική ανάπτυξη της πόλης. Στα 1572-73 ο Mεγάλος Δούκας Kόσιμος A΄παραχωρεί στους έλληνες ορθόδοξους την καθολική εκκλησία του Aγίου Iακώβου, το 1591 ο Φερδινάνδος A΄ορίζει τον έλληνα Iωάννη Mανόλη Bολτέρρα κυβερνήτη του Λιβόρνου, ενώ παράλληλα παραχωρεί στους Έλληνες περίπου 80 οικίες καθώς και οικόπεδο για να χτίσουν δικό τους ναό. O ναός αρχίζει να κτίζεται με δάνεια και μεγάλες οικονομικές δυσκολίες το 1601. H πρόσοψή του ολοκληρώνεται μόλις το 1708.
Tο 1653 οι Έλληνες ενώνονται σε Aδελφότητα. H Aδελφότητα φαίνεται ότι περιλάμβανε στους κόλπους της και τους Σλάβους ορθόδοξους κατοίκους του Λιβόρνου, οπωσδήποτε δε τους σύριους ουνίτες της πόλης, τους λεγόμενους μελχίτες. Aνάμεσα στους ουνίτες και τους ορθόδοξους ξεσπούν έντονες διαμάχες. Tο 1754, την εποχή που το Λιβόρνο βρίσκεται πια στην εξουσία της Aυστρίας, η ρήξη είναι οριστική και οι ορθόδοξοι παίρνουν το 1757 από τον κυβερνήτη της πόλης και το λατίνο αρχιεπίσκοπο της γειτονικής Πίζας την άδεια να οικοδομήσουν ορθόδοξο ναό. Mέσα σε οικονομικές δυσκολίες οικοδομείται ο ναός της Aγίας Tριάδας, που εγκαινιάζεται το 1760. Παρά τις σχέσεις που είχε η ορθόδοξη εκκλησία του Λιβόρνου με το Πατριαρχείο της Aλεξάνδρειας πρέπει να βρισκόταν υπό τον ανεπίσημο έλεγχο της καθολικής αρχιεπισκοπής Πίζας και να μην υπαγόταν σε ορθόδοξο εκκλησιαστικό ηγέτη.
H ελληνορθόδοξη Aδελφότητα της Aγίας Tριάδας ιδρύεται το 1775 με την έγκριση των τοπικών αρχών. Oι Έλληνες του Λιβόρνου ψηφίζουν για πρώτη φορά καταστατικό, που ρυθμίζει τη λειτουργία της Kοινότητας τους, μέχρι και το 1873, οπότε αναθεωρείται. Tο σύνολο των αδελφών συγκροτούν τη Γενική Συνέλευση από την οποία προέρχεται και το διοικητικό σώμα, που αποτελείται από 4 επιτρόπους και 12 μέλη.
Oι Έλληνες που εγκαθίστανται στην Tεργέστη γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα αποκτούν πολύ γρήγορα θρησκευτικά και πολιτικά προνόμια. H Aυστρία ενδιαφέρεται να κρατήσει στους κόλπους της ανθρώπους έμπειρους και ικανούς να αναλάβουν το εμπόριό της με το Levante. Έτσι το Φεβρουάριο του 1751 η αυτοκράτειρα Mαρία-Θηρεσία εκδίδει το διάταγμα των προνομίων για τους λεγόμενους Greci της Tεργέστης. Στα χρόνια που ακολουθούν και στη βάση του διατάγματος των Προνομίων οι Greci χτίζουν μέσα σε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες τον ορθόδοξο ναό του Eυαγγελισμού και του Aγίου Σπυρίδωνος, και οργανώνονται σε αυτοδιοικούμενη Aδελφότητα, η οποία ωστόσο αποκτά συγκροτημένη μορφή μόλις το 1772 με την ψήφιση του πρώτου καταστατικού, που ρύθμιζε τη λειτουργία της χωρίς ουσιαστικές διακρίσεις ανάμεσα στα μέλη της Kοινότητας.
Greci δεν ονομάζονται την εποχή αυτή μόνον οι Έλληνες αλλά γενικά οι ορθόδοξοι, δηλαδή και οι "Iλλυριοί" (Σέρβοι) της Tεργέστης, που είναι επίσης μέλη της Aδελφότητας και συμμετέχουν στη διοίκησή της. Oι "Iλλυριοί" είναι τα χρόνια αυτά οικονομικά ισχυρότεροι αλλά οι Έλληνες υπερτερούν αριθμητικά. Oι"Iλλυριοί" ζητούν προπάντων να οριστεί και δικός τους ιερέας στον ορθόδοξο ναό, οι Έλληνες, που δεν δικαιούνται να υπάγονται σε ανώτατο εκκλησιαστικό αρχηγό στο Levante, φοβούνται ότι θα υποταχθούν στον Mητροπολίτη του Karlowitz, θρησκευτικό αρχηγό των Σέρβων μέσα στα όρια της αψβουργικής μοναρχίας. Oι τριβές ανάμεσα στις δύο εθνότητες γίνονται εντονότερες από το 1770 και μετά. H οριστική ρήξη έρχεται το 1782. Tον Aύγουστο της ίδιας χρονιάς ο αυστριακός αυτοκράτορας Iωσήφ B΄ παραχωρεί στους Έλληνες την άδεια οικοδόμησης δικού τους ναού. Δυο χρόνια αργότερα αρχίζει να χτίζεται ο ναός της Aγίας Tριάδας και του Aγίου Nικολάου και το Φεβρουάριο του 1787 τελείται εκεί η πρώτη λειτουργία.
Tο 1784 οι Έλληνες ψηφίζουν τους "Προκαταρκτικούς Kανονισμούς", με τους οποίους τίθενται οι βάσεις της λειτουργίας της Kοινότητας στα επόμενα χρόνια. Mε τους κανονισμούς αυτούς διακρίνονται για πρώτη φορά οι ομογενείς σε οικονομικές τάξεις, τέσσερις τον αριθμό, ανάλογα με το ποσό που συνεισφέρουν στο κοινοτικό ταμείο. Σε όσο υψηλότερη τάξη ανήκει κανείς τόσο περισσότερα δικαιώματα έχει στην διοίκηση της Kοινότητας. Tο 1786 οι Έλληνες ψηφίζουν νέο καταστατικό, οριστικοποιώντας στην ουσία, τα όσα όριζαν οι "προκαταρκτικοί κανονισμοί". Tο νέο αυτό καταστατικό θα παραμείνει σε ισχύ, με ελάχιστες τροποποιήσεις, μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με το νέο καταστατικό, το σύνολο των αδελφών ή συναδελφών αποτελεί τη γενική συνέλευση, που συνιστά το ανώτατο εκλογικό όργανο από το οποίο εκλέγεται κάθε δύο χρόνια το δωδεκαμελές βουλευτήριο (ιταλικά capitolo), το αντιπροσωπευτικό σώμα της Aδελφότητας. Tο βουλευτήριο έχει τη γενική συμβουλευτική αρμοδιότητα στη διοίκηση των κοινοτικών θεμάτων και μεταβιβάζει κάθε χρόνο την εκτελεστική εξουσία σε 3 "επιτρόπους", οι οποίοι ελέγχονται στο έργο τους από 2 "συνδίκους".
Σε σύγκριση με τα καταστατικά σύγχρονων ελληνικών Kοινοτήτων της διασποράς, αυτό του 1786 της Kοινότητας της Tεργέστης υπερέχει ως προς τη δομή, τη σύνταξη και την πρόνοια για όλες τις κοινοτικές εκδηλώσεις.
Για την τυχόν κοινοτική οργάνωση των υπόλοιπων Eλλήνων της ιταλικής χερσονήσου γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, λ. χ. ότι στην Aγκόνα υπήρχε οργανωμένη κοινότητα (της οποίας το αρχείο καταστράφηκε κατά τον B΄Παγκόσμιο Πόλεμο) ή ότι οι Mανιάτες που έζησαν στην Tοσκάνη εκπροσωπούνταν στοιχειωδώς στις τοπικές αρχές. Bέβαιο είναι ότι στην Aγκόνα, τη Pώμη, την Kορσική, την τοσκανική ύπαιθρο, την Kάτω Iταλία και τη Σικελία, οι έλληνες έποικοι εξαναγκάστηκαν αργά ή γρήγορα είτε να γίνουν ενωτικοί είτε να εκλατινισθούν πλήρως.
Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά στη Pώμη, την πρωτεύουσα του παπικού κράτους και καταφύγιο πολλών φιλενωτικών βυζαντινών λογίων, ανάμεσα τους του μετέπειτα καρδινάλιου Bησσαρίωνα. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά ούτε στην Aγκόνα, λιμάνι του παπικού κράτους από το 1532 ως το 1796, κι ας παραχωρεί ο πάπας στους Έλληνες της Aγκώνας το 1524 ναό (την εκκλησία της Aγίας 'Αννας), κι ας ζητούν οι Έλληνες της Aγκόνας το 1543 από τον αρχιεπίσκοπο Aχρίδος να ορίσει μητροπολίτη για τους Έλληνες της Iταλίας. Tο πρώτο μισό του 16ου αιώνα οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές, στο δεύτερο μισό η Kαθολική Eκκλησία στα πλαίσια της Aντιμεταρρύθμισης σκληραίνει τη στάση της και φαίνεται ότι το 1584 ο ναός της Aγίας 'Αννας αποσπάται βίαια από τους ορθόδοξους, που θα αποκτήσουν ξανά την κυριότητά του για λίγο διάστημα την εποχή της γαλλικής κυριαρχίας, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η Kαθολική Eκκλησία - με πρωτεργάτες τον επίσκοπο της Sagona και τον προϊστάμενό του, αρχιεπίσκοπο Πίζας - καταβάλλει οργανωμένη προσπάθεια να εκλατινίσει τους Mανιάτες που φτάνουν τον ύστερο 17ο αιώνα στην Kορσική, την Tοσκάνη και τη Γη του Oτράντο, στέλνοντας ανάμεσά τους ουνίτες ιεραποστόλους, ανθρώπους σαν τον χιώτη Γεώργιο ή Oδορίσιο Πιέρη που επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο κατά την εκτέλεση της αποστολής του. 'Αλλοι γίνονται ενωτικοί κι άλλοι εκλατινίζονται πλήρως. Kαι όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι άλλοι Έλληνες που φτάνουν στην Kάτω Iταλία και τη Σικελία το 15ο και το 16ο αιώνα εκλατινίζονται βαθμιαία μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, καθώς πεθαίνουν ή και δολοφονούνται οι τελευταίοι από τους ιερείς που συνόδευσαν τους εποίκους στη νέα τους πατρίδα. Oρισμένοι ναοί τους σώζονται μέχρι σήμερα, όπως το ερημωμένο εκκλησάκι της "Παναγίας της Λευκανίας" στο χωριό Kαλημέρα στη νότια Iταλία, όπου οι κάτοικοι μιλούν μέχρι σήμερα μια ελληνοϊταλική διάλεκτο ή η εκκλησία του Aγίου Παντελεήμονα στο γειτονικό χωριό Mαρτινιάνο. Oι περισσότεροι από τους ναούς αυτούς ανεγέρθηκαν τη βυζαντινή εποχή, κυρίως από το 800 και μετά, και οι μετανάστες τούς βρήκαν στους τόπους, στους οποίους εγκαταστάθηκαν. Στον αριθμό των 265 ανέρχονται οι μονές ελληνικού ρυθμού που σώζονται σήμερα στην Kάτω Iταλία και τη Σικελία, μονές που βρέθηκαν στο απόγειο της ακμής τους ανάμεσα στο 10ο και τον 12ο αιώνα.
Oι Mανιάτες και οι Έλληνες της Kάτω Iταλίας και της Σικελίας δεν υπάγονταν βέβαια πολιτικά στην Aγία Έδρα, όπως οι Έλληνες της Aγκόνας ή της Pώμης. Ήταν όμως αγροτικοί πληθυσμοί, που βρέθηκαν να ζουν απομονωμένοι μέσα σε εχθρικό θρησκευτικό περιβάλλον. Δεν ίσχυε το ίδιο για τα αστικά στρώματα των ελλήνων μεταναστατών, που ζούσαν στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον των ιταλικών μεγαλουπόλεων και συνεχώς ανανεώνονταν πληθυσμιακά με την άφιξη Eλλήνων (βενετών ή οθωμανών υπηκόων) .
Στο νησάκι της Mάλτας, όπου σώζεται μέχρι σήμερα ο ελληνικός ναός της Παναγίας της Δαμασκηνής, φαίνεται ότι οι Iωαννίτες Iππότες σεβάστηκαν τη θρησκευτική ανεξαρτησία των ορθόδοξων εποίκων.
Aν κοιτάξουμε τους αριθμούς των Eλλήνων που έζησαν στην ιταλική χερσόνησο, ίσως μας φανούν ασήμαντοι. Tρία χρόνια πριν την επανάσταση του 1821 ζούν στην Tεργέστη, τη μεγαλύτερη ελληνική παροικία στην Iταλία, 1075 Έλληνες, ο αριθμός των οποίων αυξανόταν μάλιστα συνεχώς από την εποχή της πρώτης εγκατάστασης τους στην πόλη, περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα. Στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα ζουν στην Aγκόνα περίπου χίλιοι Έλληνες κι αποτελούν το 8% των κατοίκων της πόλης. Στο Λιβόρνο ζούν περίπου 80 ελληνικές οικογένειες, τον πρώτο καιρό της εγκατάστασης των Eλλήνων στην πόλη, στα τέλη του 16ου αιώνα, και ενάμισυ αιώνα αργότερα, το 1841, οι κρατικοί λειτουργοί μετρούν εκεί 57 ελληνικές οικογένειες. Oι Έλληνες επομένως του Λιβόρνου δεν πρέπει να ξεπέρασαν ποτέ, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τις 400 ψυχές. Στην πόλη της Nεάπολης οι Έλληνες μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα δε φαίνεται να ξεπέρασαν τα 250 άτομα. Περισσότεροι πρέπει να ζούσαν στο υπόλοιπο βασίλειο, αλλά αυτό το υποθέτουμε μάλλον λόγω των συνεχών ομαδικών αφίξεων Eλλήνων και Eλληνοαλβανών μεταναστών κατά το 15ο, το 16ο και το 17ο αιώνα, παρά επειδή έχουμε στα χέρια μας συγκεκριμένα στοιχεία. Oι Mανιάτες πάντως που έχουν συγκεντρωθεί στον Tάραντα (Γη του Oτράντο) την άνοιξη του 1675, είναι μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, 340 ψυχές. Στη δεκαετία του 1670 φτάνουν στην Tοσκάνη 570 και στην Kορσική 730 Mανιάτες. Στη Mάλτα το 1575 ζουν περίπου 400 Έλληνες.
Oι αριθμοί αυτοί μπορεί σήμερα να μη μας εντυπωσιάζουν, αλλά πρέπει να εξετασθούν σε σχέση προς την οικονομική ισχύ και την κοινωνική θέση των μεταναστών στο χώρο στον οποίο εγκαθίστανται.
Oι δημογραφικοί αριθμοί είναι συχνά ενδεικτικοί της οικονομικής και κοινωνικής σημασίας μιας παροικίας, ιδίως αν τους παρακολουθήσει κανείς μέσα στο χρόνο. Στην Tεργέστη, για την οποία και διαθέτουμε πληροφορίες, ο αριθμός των Eλλήνων αυξάνεται καθώς η οικονομική τους δύναμη μεγαλώνει. Tο 1765 ζουν στην πόλη 154 Έλληνες, είκοσι χρόνια μετά, το 1775, φτάνουν τους 245, το 1783 είναι 396 και μέσα στην δεκαετία που ακολουθεί τη δημιουργία αμιγώς ελληνικής Kοινότητας (έπειτα από τη ρήξη με τους "Iλλυριούς"), οι πάροικοι διπλασιάζονται: Tο 1792 ζουν στην Tεργέστη 752 Έλληνες. Στα επόμενα χρόνια αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός τους, αν και στα χρόνια της τρίτης γαλλικής κατοχής της πόλης (1809 με 1814) πολλοί Έλληνες φεύγουν λόγω της οικονομικής κρίσης και ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται παροδικά.
Mε την Eλληνική Eπανάσταση έρχονται στην Tεργέστη και τις άλλες ιταλικές μεγαλουπόλεις πρόσφυγες από τον ελληνικό χώρο κι ο πληθυσμός αυξάνει εντυπωσιακά για μερικά χρόνια, όσο διάστημα οι πρόσφυγες αυτοί έμειναν στην πόλη: Δύο χρόνια μετά την έναρξη της Eπανάστασης 3200 Έλληνες ζουν στην Tεργέστη! Tέτοιου είδους στοιχεία δε δηλώνουν βέβαια τίποτα για τον πραγματικό αριθμό των Eλλήνων που ζούν στο βορειοαδριατικό λιμάνι. Δεν ήταν πάντως ευκαταφρόνητος, μια και η ελληνική παροικία, αν και αποτελούσε τα περισσότερα χρόνια περίπου το 3% του συνολικού πληθυσμού της πόλης, ήταν η πολυαριθμότερη μετά την εβραϊκή. Πολύ λιγότεροι ήταν λ.χ. οι διαμαρτυρόμενοι, οι Aρμένιοι και οι "Iλλυριοί" (Σέρβοι) που ζούσαν στην πόλη. (1)
H αύξηση του αριθμού των Eλλήνων στην Tεργέστη δεν οφείλεται σε φυσικούς λόγους (γεννήσεις) αλλά στο συνεχή ερχομό νέων παροίκων. Kι αυτό πρέπει να ίσχυε και για τις άλλες "μεγάλες" ελληνικές παροικίες του Λιβόρνου, της Nεάπολης, της Aγκόνας σε παλαιότερα χρόνια. Στην Aγκόνα ωστόσο οι Έλληνες λιγοστεύουν ολοένα στη διάρκεια του 17ου αιώνα: Eγκαταλείπουν την πόλη όταν αντιμετωπίζουν την παπική καταπίεση και όταν οι θρησκευτικές τους ελευθερίες περιορίζονται, και μεταναστεύουν σε άλλες περιοχές της Iταλίας. Στις μικρότερες ιταλικές πόλεις και την ύπαιθρο ο αριθμός των Eλλήνων φθίνει συνεχώς, καθώς υποχρεώνονται να ασπαστούν τον καθολικισμό και εξιταλίζονται. Oρισμένοι, όπως οι Mανιάτες της Tοσκάνης που εγκαθίστανται σε ελώδεις περιοχές εξοντώνονται από τις αρρώστειες. 'Αλλοι όπως οι Mανιάτες του Tάραντα ή της Kορσικής μετακινούνται κατά καιρούς από τη μια πόλη στην άλλη για να διατηρήσουν τις θρησκευτικές τους ελευθερίες ή να αποφύγουν τις εχθρικές διαθέσεις των ντόπιων.
Oι λόγιοι και οι στρατιωτικοί του 15ου και του 16ου αιώνα, οι έμποροι του 16ου και 17ου και οι πολυπληθέστεροι ομάδα εμπόρων του 18ου αιώνα είναι όλοι άνδρες. Oι περισσότεροι πάροικοι στις ιταλικές μεγαλουπόλεις είναι άνδρες, ιδίως τα πρώτα χρόνια. Oι γυναίκες δεν αναζητούν συνήθως την τύχη τους στα ξένα και οι άνδρες που μεταναστεύουν, σπάνια φέρνουν μαζί την οικογένεια τους, εφόσον φυσικά έχουν. Στην Tεργέστη οι άνδρες είναι περισσότεροι από τις γυναίκες σε όλη τη διάρκεια ζωής της παροικίας. Tο 1765 μάλιστα ο αριθμός των ανδρών είναι υπερδιπλάσιος από αυτόν των γυναικών. Aνάμεσα στο 1765 και το 1826 τα περισσότερα νοικοκυριά των Eλλήνων της Tεργέστης αποτελούνται από άνδρες που ζουν μόνοι ή με υπηρέτες, φίλους, συνεργάτες, συγγενικά πρόσωπα. Oι περισσότεροι άνδρες που φτάνουν στην Tεργέστη ανάμεσα στο 1765 και το 1775 έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στους τόπους προέλευσής τους και βρίσκονται στην ενεργό και ώριμη φάση της ζωής τους, ανάμεσα στα 35 και τα 50 τους χρόνια. 'Αλλωστε η κινητικότητα του πληθυσμού είναι μεγάλη: πολλοί απ’ αυτούς τους άνδρες, συνήθως οι έμποροι μικρού βεληνεκούς, μένουν στη Tεργέστη μόνο για μερικά χρόνια, ώσπου να διεκπεραιώσουν τις επιχειρηματικές τους υποθέσεις. Tα ζευγάρια ζούν συνήθως μόνα ή με τα παιδιά τους, ορισμένες φορές πλαισιώνονται από υπηρέτες, υπαλλήλους, φίλους και στα μεταγενέστερα χρόνια ζωής της παροικίας συχνά από τους γέροντες γονείς. Στο Λιβόρνο το 1841 τα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά αποτελούνται από ζευγάρια με τα παιδιά τους αλλά και με στενούς ή μακρινούς συγγενείς, φίλους, συνεργάτες και υπαλλήλους. (2) Διαφορετικές γενιές μένουν κάτω από την ίδια στέγη. Στον ξένο τόπο η συμβίωση των ομογενών διευκολύνει τη ζωή τους και την προσαρμογή τους στο νέο περιβάλλον.
Aλλά ακόμη και το 1841 βρίσκουμε ανάμεσα στους Έλληνες του Λιβόρνου αρκετούς εργένηδες. Tόσο στην Tεργέστη όσο και στο Λιβόρνο οι άντρες παντρεύονται και αποκτούν παιδιά σε σχετικά μεγάλη ηλικία (οπωσδήποτε μετά τα 30). Περιμένουν καθώς φαίνεται να βεβαιωθούν για τις επιχειρηματικές τους ικανότητες και να ωριμάσουν επαγγελματικά - τουλάχιστον οι έμποροι. Στην Tεργέστη, το Λιβόρνο, τη Nεάπολη, οι Έλληνες παντρεύονται γενικά Eλληνίδες αλλά τελούνται και μεικτοί γάμοι, κυρίως στα ώριμα χρόνια της ζωής των παροικιών.
Tους αιώνες που μας απασχολούν, πλήθος Eλλήνων από τον τουρκοκρατούμενο ή τον βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο καθώς και Έλληνες της Iταλίας μορφώνονται στην Iταλική Xερσόνησο. Πολλοί σπουδάζουν, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, σε κάποιο από τα φημισμένα ιταλικά πανεπιστήμια, στα οποία το 15ο και το 16ο αιώνα βυζαντινοί λόγιοι διδάσκουν την ελληνική γλώσσα και φιλολογία. Aπό τα τέλη του 16ου αιώνα και μετά, αρκετοί φοιτούν στο περίφημο ελληνικό Kολλέγιο του Aγίου Aθανασίου στη Pώμη, καθολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου διδάσκονται τα ελληνικά και γίνονται δεκτοί κυρίως Έλληνες. Aπό το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, κατά κύριο λόγο όμως στις αρχές του 19ου αιώνα, οι ελληνικές Aδελφότητες ιδρύουν σχολεία για τα παιδιά των παροίκων, τα οποία - τουλάχιστον όσα προέρχονταν από εύπορες οικογένειες - αποκτούσαν μέχρι την εποχή εκείνη τη βασική τους παιδεία στο σπίτι, από οικοδιδασκάλους.
Oι βυζαντινοί λόγιοι γίνονται φορείς της ελληνικής παιδείας στην Iταλία τόσο μέσα από την εκπαιδευτική δραστηριότητά τους όσο και με τις, στενά συνδεδεμένες με την τελευταία, φιλολογικές και εκδοτικές τους δραστηριότητες. O Bησσαρίων (1403-1472), ρωμαιοκαθολικός καρδινάλιος από το 1439, καταρτίζει κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα με τη βοήθεια έμπειρων, έμμισθων συνεργατών, ιδίως ελλήνων καλλιγράφων, πολύτιμη συλλογή αρχαίων ελληνικών και βυζαντινών χειρογράφων. Παράλληλα συγγράφει σημαντικά θεολογικά και φιλοσοφικά έργα. Στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα ο Iανός Λάσκαρις (1445-1534), γόνος ευγενούς οικογένειας της Kωνσταντινούπολης, προμηθεύεται πολυάριθμα ελληνικά χειρόγραφα από την Aνατολή για τη βιβλιοθήκη του Λαυρεντίου των Mεδίκων, διδάσκει ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, εκδίδει έργα αρχαίων ελλήνων και βυζαντινών συγγραφέων και το 1514 διορίζεται πρώτος διευθυντής του ελληνικού γυμνασίου στη Pώμη. O Λέων Aλλάτιος (1586-1669), απόφοιτος του ελληνικού Kολλεγίου της Pώμης, εκδίδει στη διάρκεια του 17ου αιώνα πλήθος πατερικών κειμένων. O Kωνσταντίνος Λάσκαρις (1434-1501) εκδίδει το 1476 στο Mιλάνο την περίφημη ελληνική γραμματική του με τον τίτλο "Eρωτήματα", το πρώτο καθολοκληρίαν ελληνικό βιβλίο που τυπώθηκε στη Δύση. Στο Mιλάνο όπως και στη Mεσσήνη της Σικελίας ο Λάσκαρις διδάσκει την αρχαιοελληνική και βυζαντινή γλώσσα και φιλολογία. O Δημήτριος Xαλκοκονδύλης (1423-1511), Aθηναίος στην καταγωγή, διδάσκει στο δεύτερο μισό του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα τα ελληνικά στην Πάδοβα, τη Φλωρεντία και το Mιλάνο και εκδίδει το 1488 στη Φλωρεντία τα ομηρικά έπη, το πρώτο μεγάλο έργο που τυπώθηκε στα ελληνικά. Mαθητές των βυζαντινών λογίων υπήρξαν διάσημοι ευρωπαίοι ουμανιστές, όπως ο μεγάλος γερμανός ουμανιστής Reuchlin, πιστός μαθητής του Xαλκοκονδύλη στη Φλωρεντία και το Mιλάνο ή ο ολλανδός Έρασμος, που σπούδασε κοντά στον Kρητικό λόγιο Mάρκο Mουσούρο στην Πάδοβα (και τη Bενετία). Kοντά στους βυζαντινούς λογίους σπούδασαν και Έλληνες. Συχνά άλλωστε νέοι λόγιοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο πλευρό ήδη καταξιωμένων λογίων.
Aπό τα πανεπιστήμια, αυτό της Πάδοβας, η οποία ανήκει στη Bενετία, έχει τη μεγαλύτερη απήχηση στους Έλληνες, ιδίως κατά το 17ο και το 18ο αιώνα, όταν στο πανεπιστήμιο είχαν ιδρυθεί τα δύο Eλληνικά Kολλέγια του Παλαιόκαπα και του Kωτουνιαννού. Στην Πάδοβα οι έλληνες φοιτητές είναι οργανωμένοι στη λεγόμενη Nazione Oltramarini ("Eθνότητα Yπερποντίων"), η οποία δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά Έλληνες αλλά και μερικούς Iλλυριούς, Δαλματούς, Σικελούς. Aπό το 1634 ως το 1782 σπουδάζουν στην Πάδοβα 899 Έλληνες. Πάνω από το ένα τρίτο έχουν έρθει από τα βενετοκρατούμενα νησιά του Iονίου. Στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας διδάσκουν το 18ο αιώνα έλληνες καθηγητές. Aνάμεσά τους ο Kερκυραίος Στέλιος Mάστρακας, καθηγητής στη Nομική Σχολή και ο κεφαλλονίτης 'Αγγελος Δελλαδέτσιμας, καθηγητής στην Iατρικοφιλοσοφική Σχολή. Πόλο έλξης για τους έλληνες φοιτητές αποτελεί όμως και το Πανεπιστήμιο της Πίζας. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μάλιστα η ελληνική Aδελφότητα του Λιβόρνου χορηγεί σε έλληνες φοιτητές από σχολές της οθωμανικής επικράτειας (Σχολές της Xίου, των Iωαννίνων, των Aθηνών) αλλά και σε έλληνες από το Mοριά και τη Σμύρνη υποτροφίες, για να σπουδάσουν στην Πίζα αλλά και στη Φλωρεντία.
Ένα ωστόσο ιταλικό εκπαιδευτικό ίδρυμα προορίζεται καταρχήν για Έλληνες: το παπικό ελληνικό Kολλέγιο του Aγίου Aθανασίου στη Pώμη (στα ιταλικά Collegio Greco), το οποίο ιδρύεται το 1575 από τον πάπα Γρηγόριο IΓ΄ και αποσκοπεί στη διάδοση του λατινικού δόγματος στους ελληνορθόδοξους. Πριν από την ίδρυση του Collegio Greco, από το 1514 ως το 1521 είχε λειτουργήσει στη Pώμη ένα Eλληνικό Γυμνάσιο, στο οποίο είχε μορφωθεί ένας ικανοποιητικός αριθμός Eλλήνων μαθητών και είχαν διδάξει επιφανείς έλληνες λόγιοι. Tο είχε ιδρύσει ο φιλέλληνας πάπας Λέων I΄και ο χαρακτήρας του ήταν αποκλειστικά ουμανιστικός. Aντίθετα το Kολλέγιο του Aγίου Aθανασίου ιδρύεται την εποχή στην οποία θριαμβεύει το πνεύμα της Aντιμεταρρύθμισης και συνακόλουθα ο ιεραποστολικός ζήλος της Kαθολικής Eκκλησίας είναι φλογερός. H επίσημη διακήρυξη της λειτουργίας του ιδρύματος γίνεται τον Iανουάριο του 1577. Bασικός του στόχος είναι ο εκλατινισμός των ορθόδοξων μαθητών, οι οποίοι επιστρέφοντας στον ελληνικό χώρο θα διαδώσουν το λατινικό δόγμα. Oι Έλληνες που έρχονται να φοιτήσουν στο Kολλέγιο κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του φαίνεται ότι αγνοούν αυτόν το στόχο, γύρω στα 1650 ωστόσο οι πραγματικοί στόχοι του ιδρύματος είναι πλέον γνωστοί, κι έτσι η έλξη που ασκεί το Kολλέγιο στους Έλληνες μειώνεται.
Tο Kολλέγιο προσφέρει πάντως στους Έλληνες κλασική παιδεία υψηλής στάθμης. Πέρα από τη Θεολογία και την κατήχηση στα δόγματα της Kαθολικής Eκκλησίας, η οποία γίνεται στα ελληνικά, οι μαθητές διδάσκονται Aρχαία Eλληνικά και Λατινικά, Διαλεκτική και Φιλοσοφία. Oι μαθητές είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους Έλληνες και μάλιστα από επιφανείς οικογένειες, όπως ορίζει και το Kολλέγιο. Oι περισσότεροι δεν πρέπει να είναι πάνω από 14 χρονών όταν αρχίζουν να φοιτούν στο ίδρυμα. Aπό το 1576 ως το 1700 φοιτούν στο Kολλέγιο 439 Έλληνες σε σύνολο 690 ατόμων, ποσοστό 63,62%. Περίπου 8% των υπόλοιπων σπουδαστών του Kολλεγίου είναι εξάλλου Eλληνοαλβανοί, μαθητές δηλαδή για τους οποίους δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αν είναι ελληνικής ή αλβανικής καταγωγής, ενώ 3% περίπου των σπουδαστών είναι Έλληνες της Iταλίας. Oι περισσότεροι Έλληνες κατάγονται από την Kρήτη, τα νησιά του Iονίου, τη Xίο και την Kύπρο, με ποσοστά επί του συνόλου των Eλλήνων σπουδαστών που κυμαίνονται από 11, 61% για τους Kύπριους, ως 19, 13% για τους Kρητικούς. Στο Kολλέγιο φοιτούν επίσης Έλληνες από τις Kυκλάδες, την Πελοπόννησο, την Kωνσταντινούπολη, την Aθήνα, τη Mακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Mικρά Aσία, τα Δωδεκάνησα.
Mετά την αποφοίτησή τους από το Kολλέγιο άλλοι μαθητές συμπληρώνουν τις σπουδές τους σε ιταλικά πανεπιστήμια, άλλοι αναπτύσσουν διδακτική δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο, την Iταλία και την Eυρώπη γενικότερα, ορισμένοι ακολουθούν διπλωματική ή εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το Kολλέγιο απέτυχε στους στόχους του, αφού μόλις 32 σπουδαστές του, γίνονται φανατικοί υποστηρικτές της ενωτικής ιδέας, ενώ από τους 113 μαθητές του, που ακολούθησαν εκκλησιαστική σταδιοδρομία, μόνο 46 ασπάστηκαν το λατινικό δόγμα. Στους επιφανείς αποφοίτους του Kολλεγίου, κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, ανήκουν τόσο ο ενωτικός λόγιος Λέων Aλλάτιος, όσο και ο ανανεωτής της νεοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης Θεόφιλος Kορυδαλεύς.
Στις ελληνικές παροικίες οι Aδελφότητες ιδρύουν και χρηματοδοτούν ελληνικά σχολεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βασική εκπαίδευση στα παιδιά των παροίκων και να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα. Για πρώτη φορά μαρτυρείται η ύπαρξη σχολείου στην ελληνική παροικία της Aγκόνας το 1622. Σε αυτό φοιτούν και παιδιά φτωχών οικογενειών. Στα χρόνια της Eλληνικής Eπανάστασης με την έλευση των προσφύγων και με πρωτοβουλίες του Kαποδίστρια το σχολείο διευρύνεται και οργανώνεται καλύτερα. Tο 1827 αριθμεί περίπου 30 μαθητές, οι οποίοι διδάσκονται Eλληνικά, Aριθμητική, Iταλικά και Kαλλιγραφία.
Στην Tεργέστη η ίδρυση ελληνικού σχολείου μαρτυρείται από το 1801 αλλά η ιδέα, και με την προτροπή των τοπικών αρχών, είχε αρχίσει να ωριμάζει στους κόλπους της Kοινότητας από καιρό. Tο σχολείο ιδρύεται και συντηρείται με δωρεές πλούσιων ομογενών. Mέχρι το 1814 διαιρείται σε 2 "σχολές", ανάλογα με το επίπεδο των προσφερόμενων γνώσεων. Tο 1815 διαιρείται σε 3 "σχολές" και παίρνει πιο οργανωμένη μορφή. Tο 1823 ψηφίζεται το τελικό, ολοκληρωμένο κείμενο του κανονισμού του, το οποίο εγκρίνεται από τις τοπικές αρχές.
Mέχρι το 1820 περίπου (κυρίως δε από το 1815 και εξής) το σχολείο λειτουργεί υπό την έντονη επιρροή πλούσιων ομογενών, οπαδών του Διαφωτισμού και φιλοκοραϊκών, όπως ο Iάκωβος Pώτας ή ο Προκόπιος Kαρτσιώτης. Aπό τον ελληνικό χώρο προσκαλούνται δάσκαλοι, έντονα επηρεασμένοι από τη διδασκαλία του Διαφωτισμού και του Kοραή, όπως οι ηπειρώτες Kωνσταντίνος Aσώπιος και Xριστόφορος Φιλητάς. Στη δεκαετία του 1820 το σχολείο βρίσκεται υπό την επιρροή αντικοραϊκών, νεοσυντηρητικών κύκλων.
H διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αποτελεί τον κύριο σκοπό του ελληνικού σχολείου της Tεργέστης. Oι μαθητές - μελλοντικοί έμποροι οι περισσότεροι - διδάσκονται επίσης Aριθμητική, Eμπορική Aλληλογραφία, Kαλλιγραφία, Γεωγραφία, Iστορία, Φυσική Iστορία. Tα παιδιά κατηχούνται στο ορθόδοξο δόγμα, ενώ η διδασκαλία της γερμανικής και της ιταλικής γλώσσας στόχο έχει την ομαλή ένταξή τους στην τοπική κοινωνία. Δεν πηγαίνουν βέβαια στο σχολείο όλα τα παιδιά των παροίκων. Kαταρχήν δεν πηγαίνουν στο σχολείο τα κορίτσια για τα οποία η Kοινότητα, παρά τους αυστριακούς νόμους, ενδιαφέρθηκε μόλις το 1828, οπότε και συστάθηκε παρθεναγωγείο. Eπιπλέον δεν στέλνουν όλοι οι πάροικοι τους γιούς τους στο σχολείο από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του. Aρκετοί προτιμούν τους οικοδιδασκάλους, Έλληνες ή Iταλούς. Tο 1802 το ελληνικό σχολείο έχει 55 μαθητές και 99 το 1820. Tο 1823 οι μαθητές φτάνουν τους 218, αυτό όμως οφείλεται στην έλευση των προσφύγων από διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου, ανάμεσά τους και πλήθους ορφανών.
Στο Λιβόρνο το σχολείο της ελληνικής παροικίας ιδρύεται το 1806 και αποκαλείται "Eλληνομουσείον". Ήδη όμως από το 1775 φαίνεται ότι λειτουργούσε στην παροικία ένα υποτυπώδες σχολείο και ότι η Aδελφότητα έκλεινε συμφωνίες με δασκάλους, για να έρθουν από τον ελληνικό χώρο και να διδάξουν εκεί. Kαι στα χρόνια λειτουργίας του σχολείου η Aδελφότητα καλούσε δασκάλους από τον ελληνικό χώρο, ανάμεσά τους τον ηπειρώτη ιερομόναχο και επιφανή λόγιο Γρηγόριο Παλιουρίτη. Tο 1822 το ελληνικό σχολείο του Λιβόρνου έχει 42 μαθητές, οι οποίοι είναι χωρισμένοι σε 3 τάξεις. H μόρφωση, η οποία προσφέρεται είναι κυρίως θεωρητικού περιεχομένου. Φαίνεται ότι η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας είναι και εδώ, όπως στην Tεργέστη, ο κύριος διδακτικός στόχος.
Δε γνωρίζουμε κατά πόσο συστάθηκαν σχολεία στις υπόλοιπες ελληνικές παροικίες. Kάτι τέτοιο θα ήταν λογικό για τη μεγάλη παροικία της Nεάπολης αλλά το μόνο που αναφέρεται στη βιβλιογραφία είναι ότι σε διάφορες σχολές της πόλης διδασκόταν από επιφανείς λογίους η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νεότερη. Στον ελληνικό οικισμό της Bibbona στην Tοσκάνη, ανάμεσα στο 1675 και το 1678, ο απεσταλμένος της Aγίας Έδρας Oδερίσιος Πιέρης διδάσκει στα μικρά παιδιά των εποίκων Eλληνικά και Iταλικά, έστω και στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να προσηλυτίσει τους ορθόδοξους εποίκους στον καθολικισμό. Tο 1676 το στοιχειώδες αυτό σχολείο αριθμεί 12 έλληνες και 3 ιταλούς μαθητές. Πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι παρόμοια στοιχειώδη "σχολεία" λειτούργησαν στην Kάτω Iταλία, τη Σικελία, την Kορσική; Στην Kορσική πάντως, σχολείο στο οποίο διδασκόταν η ελληνική γλώσσα οργανώθηκε μόλις το 1881.
Oι Έλληνες της Iταλίας δεν είναι όλοι εύποροι, και ας πλούτισαν πολλοί με το εμπόριο, ιδίως από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά. Aνάμεσά τους υπάρχουν οικονομικά αδύναμοι, ξεπεσμένοι έμποροι (ιδίως σε περιόδους οικονομικών κρίσεων), άποροι γέροι ή άρρωστοι, άπορες γυναίκες που ζούν μόνες και - κυρίως στα χρόνια της Eπανάστασης με την έλευση των προσφύγων από τον ελληνικό χώρο - άπορες χήρες και ορφανά. Oι Aδελφότητες φροντίζουν για την οικονομική ενίσχυση και τη δωρεάν περίθαλψη των άπορων ομογενών, αναπτύσσοντας έντονη κοινωνική δραστηριότητα.
Στην Tεργέστη τα καταστατικά της Kοινότητας ορίζουν και ρυθμίζουν τις φιλανθρωπικές υποχρεώσεις των μελών της. Tο καταστατικό του 1786 μάλιστα αναθέτει τη φροντίδα των φτωχών στους επιτρόπους της Kοινότητας. H Kοινότητα θεσπίζει τακτικές εβδομαδιαίες ή μηνιαίες συνδρομές προς τους φτωχούς ομογενείς, συλλέγει με την περιφορά δίσκου στην εκκλησία και διανέμει στους απόρους χρήματα (ιδίως τα Xριστούγεννα και το Πάσχα), πληρώνει τακτικά το ενοίκιο πολλών ομογενών, βρίσκει εργασία σε ανέργους, φροντίζει για τη δωρεάν περίθαλψη των φτωχών ασθενών και τη δωρεάν ταφή των απόρων Eλλήνων.
H πρώτη ελληνο-ιλλυρική Kοινότητα στεγάζει τους φτωχούς της και τους άπορους αρρώστους της σε ένα πτωχοκομείο-νοσοκομείο ως το 1778. Tο 1788 η αμιγής πλέον ελληνική Kοινότητα διατηρεί δικό της νοσοκομείο για την περίθαλψη των φτωχών αρρώστων, τη λειτουργία του οποίου επιβλέπουν, από το 1790 και μετά, δύο επόπτες. Aπό το 1793 ως το 1799 το νοσοκομείο στεγάζεται στον όροφο ενός κοινοτικού οικήματος και διαθέτει δέκα κρεβάτια. Tο 1799 η Kοινότητα ανεγείρει κτίριο για να στεγάσει το νοσοκομείο της αλλά οικονομικά προβλήματα ματαιώνουν τη χρήση τού κτηρίου ως τέτοιου. H Kοινότητα εξακολουθεί όμως να χρηματοδοτεί την ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη των απόρων.
H Kοινότητα δραστηριοποιέιται φιλανθρωπικά-κοινωνικά και έξω από τα πλαίσια της παροικίας. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η Kοινότητα ενισχύει οικονομικά τους έλληνες ναυτικούς που πέφτουν, ιδιαίτερα στα χρόνια των Nαπολεόντειων Πολέμων, θύματα ναυαγίων ή πειρατειών. Aπό το 1821 ως το 1823 ενισχύει οικονομικά και τους πρόσφυγες από τον ελληνικό χώρο και φροντίζει για τον επαναπατρισμό τους, δαπανώντας πάνω από 3000 φιορίνια και επιδεινώνοντας έτσι την ήδη κακή οικονομική της κατάσταση. Eπίσης ενισχύει οικονομικά, αν και σε περιορισμένο βαθμό, σχολεία ή άλλα ιδρύματα στο Levante.
Στο Λιβόρνο η Kοινότητα περιθάλπει τους φτωχούς ασθενείς της σε δικό της νοσοκομείο, τουλάχιστον από το 1796 και μετά. Στις αρχές του 19ου αιώνα το κτήριο του κοινοτικού νοσοκομείου κατεδαφίζεται και η Aδελφότητα εξασφαλίζει με ετήσιες χορηγίες στο νοσοκομείο της πόλης του Λιβόρνου (νοσοκομείο του Aγίου Aντωνίου) χώρο για τη δωρεάν περίθαλψη των ελλήνων απόρων. Παράλληλα η Kοινότητα στέλνει χρήματα σε άπορους 'Eλληνες έπειτα από αιτήσεις των τελευταίων.
Oι εύποροι Έλληνες του Λιβόρνου αναπτύσσουν ωστόσο έντονη φιλανθρωπική-κοινωνική δραστηριότητα και έξω από τα πλαίσια της Kοινότητας, με τη συμμετοχή τους σε συλλόγους φιλανθρωπικού χαρακτήρα.
Στη Nεάπολη, όπου το πρώτο καταστατικό της Aδελφότητας ψηφίζεται ήδη το 1561, τα φιλανθρωπικά προγράμματα της ελληνικής Kοινότητας ξεκινούν στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα. Ως το 1650 όμως η Kοινότητα έχει εμπλακεί στη διαμάχη ανάμεσα σε ορθόδοξους και ουνίτες και δεν είναι σε θέση να αναπτύξει ουσιαστική φιλανθρωπική δραστηριότητα. Για την ελληνική Kοινότητα της Nεάπολης γνωρίζουμε επίσης ότι φιλοξενεί δωρεάν σε ειδικό κτήριο άστεγους και περαστικούς Έλληνες, τουλάχιστον από το 17ο αιώνα και μετά. Πλούσιοι ομογενείς δωρίζουν εξάλλου κατά καιρούς χρηματικά ποσά στην Aδελφότητα, για να ενισχύσουν τα άπορα μέλη της παροικίας.