Η σύνταξη της ιστορίας τη ελληνικής διασποράς στο χώρο της Κριμαίας και της Αζοφικής δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Κι αυτό ,εξαιτίας των ποικίλων μορφών που έλαβε η παρουσία της διασποράς αυτής στο χρόνο. Παρόλα αυτά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο βασικές περιόδους, με διαφορές στα επιμέρους χαρακτηριστικά που έλαβε η διασπορά πληθυσμών ελληνικής καταγωγής στην περιοχή.
Kατά την περίοδο του 15ου έως τα μέσα του 17ου αιώνα απαντάται μια κίνηση κληρικών και εκκλησιαστικών λογίων από τα τρία μεγάλα Πατριαρχεία της Ανατολής (Kωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων) προς την πλούσια και ομόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορία με απώτερο σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων. Τα ταξίδια αυτά, παρά τον περιστασιακό τους χαρακτήρα, ενίοτε κατέληγαν σε διαδρομές με επαναληπτικό ρυθμό και μόνιμες εγκαταστάσεις. Οι ζητείες είχαν λάβει τη μορφή συγκεκριμένης και επίσημης δράσης των Πατριαρχείων.
Ταυτόχρονα όμως, απαντώνται και μεμονωμένες περιπτώσεις ατόμων ελληνικής καταγωγής στις τάξεις του ρωσικού στρατού και του διπλωματικού σώματος.
Οι πρώτες, λοιπόν, συμπαγείς ομάδες ατόμων ελληνικής καταγωγής εμφανίζονται σε ορισμένα εμπορικά κέντρα της Ουκρανίας: στο Νέζιν και το Λβόφ.
Η δεύτερη περίοδος άρχισε στα τέλη του 18ου αιώνα με τη μαζική μετανάστευση ατόμων από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και τα νησιά προς την περιοχή της νεοαποκτηθείσας, τότε, νότιας Ρωσίας, με την παράλληλη σύσταση Κοινοτήτων όπως αυτών της Οδησσού, της Χερσώνας, του Ταϊγανίου (Taganrog), κλπ. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκαν και οι πρόσφυγες από το χανάτο της Κριμαίας που εγκαταστάθηκαν στη Μαριούπολη (Mariupol) και στη γύρω περιοχή. Βρισκόμαστε στην περίοδο μετά το τέλος των Ρωσοτουρκικών Πολέμων του 1768-1774 και 1787-1792.
Τέλος, μέσα στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα παρουσιάστηκε ένα ρεύμα χριστιανών Ποντίων από τα εδάφη του υπό οθωμανική κατοχή Πόντου προς τις ρωσικές περιοχές της Υπερκαυκασίας.
Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1672-1725) η ρωσική εξωτερική πολιτική προσανατολίστηκε στην προσπάθεια εξόδου της χώρας προς τις θερμές νότιες θάλασσες. Τα σχέδια αυτά ευοδώθηκαν κατά την ηγεμονία της Αικατερίνης Β' (1729-1796), όταν τα ρωσικά στρατεύματα κατάφεραν να εισβάλουν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στα εδάφη του ταταρικού χανάτου της Κριμαίας, καθώς και στις περιοχές του Αζόφ, Κέρτς (Kertch), Γενί Καλέ (Yeni Kale) και Κινμπούρν (Kinbourn). Μετά τις συνθήκες του Kιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) και Ιασίου (1792) οι Ρώσοι κατέλαβαν μόνιμα την περιοχή από τις εκβολές του Δούναβη έως το Κέρτς και το Ταγκανρόγκ. Επίσης, τα ρωσικά πλοία ήταν πλέον ελεύθερα να πλέουν στη Μαύρη Θάλασσα και η Ρωσία αναγορεύτηκε προστάτης των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ταυτόχρονα, οι Ρώσοι ακολούθησαν συγκεκριμένη εποικιστική πολιτική ευνοώντας την πληθυσμιακή ενδυνάμωση των περιοχών αυτών με πληθυσμούς ορθοδόξων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το χανάτο, αλλά και άλλους από τη Γερμανία, την Ελβετία κλπ. Πτυχή αυτής της πολιτικής ήταν και η ίδρυση νέων πόλεων και λιμανιών ("πόλεις των Ρομανόφ") καθώς και η τόνωση της εμπορικής ζωής της περιοχής.
Γενικές συνθήκες που προσδιορίζουν τη μετανάστευση.
Από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού και κυρίως επί Θεοδώρου Α' Ιβάνοβιτς τα πατριαρχικά κέντρα της Ανατολής οργάνωναν αποστολές στη Ρωσία εκμεταλλευόμενα το ενδιαφέρον των Τσάρων για την κληρονομιά του Βυζαντίου και το ιδεολόγημα της "τρίτης Ρώμης ", αλλά και τους δεσμούς με τους ρώσους ομόδοξους, προσπαθώντας παράλληλα να ανακόψουν τη διείσδυση των καθολικών και των προτεσταντών στην ευρύτερη περιοχή.
Συχνά στην περίοδο μεταξύ 15ου και 18ου αιώνα οι κληρικοί που περιόδευαν στην Ουκρανία -που από το 1656 βρισκόταν σε καθεστώς ρωσικής κυριαρχίας με ντόπιους όμως άρχοντες (γέτμαν)- συνοδεύονταν από "ανιψιούς", εμπόρους που βρίσκονταν έναντι αμοιβής υπό την προστασία των κληρικών αυτών. Μέσω αυτού του μηχανισμού θα αρχίσουν οι πρώτες συμπαγείς εγκαταστάσεις εμπόρων ελληνικής καταγωγής στα εμπορικά κέντρα της Ουκρανίας. Η παροικία μάλιστα του Νέζιν εκμεταλλεύτηκε από νωρίς τα προνόμια που τους παραχώρησαν οι ουκρανοί γέτμαν και ίδρυσε επίσημα από το 1696 την ελληνική εμπορική Αδελφότητα του Νέζιν.
H δραστηριότητα και η αύξηση των παροίκων, ιδιαίτερα στο Νέζιν, συνεχίστηκε με ανοδική τάση έως το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ενώ λοιπόν οι έμποροι ελληνικής καταγωγής εκμεταλλεύονταν το εμπορικό κύκλωμα που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει, η περιοχή παρήκμασε εξαιτίας της διαφοροποίησης των εμπορικών οδών που επήλθε μετά τις ρωσικές κατακτήσεις στο Νότο. Αυτά τα συγκυριακά φαινόμενα οδήγησαν στην αλλαγή οργάνωσης των παροίκων και στη γεωγραφική τους μετακίνηση.
Το σχέδιο του Μεγάλου Πέτρου για έξοδο της Ρωσίας στον Εύξεινο ευοδώθηκε επί Αικατερίνης Β'. Η αυτοκρατορία επεκτάθηκε στις περιοχές Χερσώνας, Κριμαίας και Αζοφικής, στο χώρο που αργότερα οργανώθηκε η Novorossiiskaia gubernilia (επαρχία Νοβορωσίας). Παράλληλα, το επιτελείο της τσαρίνας εκπόνησε σχέδιο για την ταχεία ανάπτυξη των νεοαποκτηθέντων εδαφών. Μέρος των προτάσεων αποτέλεσε και το "ελληνικό σχέδιο" για την επέκταση της αυτοκρατορίας προς τις θερμές θάλασσες με αξιοποίηση των ορθόδοξων στοιχείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως των Ελλήνων.
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1768-1774 έπαιξε καταλυτικό ρόλο στα γεγονότα, καθώς με το τέλος του (συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, 1774) πραγματοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του καθεστώτος pokrovitel' stvo, της " προστασίας" των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, οι μαχητές που αγωνίστηκαν στο Αιγαίο στο πλευρό του ρωσικού στόλου έφτασαν με τις οικογένειές τους στα νέα εδάφη βάσει συγκεκριμένου σχεδίου που διασφάλιζε την εγκατάστασή τους και τους παρείχε μια σειρά προνομίων. Σε μικρότερο βαθμό το ίδιο έγινε και μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1787-1792.
Η ίδια η τσαρίνα είχε φροντίσει, με προσκλήσεις γνωστών λογίων (Ευγένιος Βούλγαρης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης) στη Ρωσία, να στηρίξει τη διαδικασία όπου οι πνευματικές ανταλλαγές των δύο ορθόδοξων πολιτισμών διαπλέκονταν με τα ρωσικά αυτοκρατορικά σχέδια και τους εθνικούς πόθους των Ελλήνων.
Επιπλέον, οι Ρώσοι μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806-1812 εφάρμοσαν το σχέδιο μιας επιτροπής μετοικεσίας που προέβλεπε την εγκατάσταση χριστιανών από τον οθωμανικό Πόντο στον Καύκασο. Οι μετακινήσεις αυτές όμως προχώρησαν με αργούς ρυθμούς, εξαιτίας και της ανεπάρκειας του σχεδίου, και κλιμακώθηκαν μετά τους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους του 1826-1827 και 1828-1829.
Η ανάπτυξη των παροικιών στη Ρωσία στηρίχθηκε σε μια σειρά προνομίων που είχαν στόχο την τόνωση είτε του εμπορίου, είτε του πληθυσμού της περιοχής. Μια συγκεντρωτική τυπολογία των προνομίων θα προσέκρουε όμως στη πολυσχιδία των περιπτώσεων που εξετάζουμε. Θα μπορούσαμε λοιπόν να εξετάσουμε τη σειρά των προνομίων στις περιπτώσεις του Νέζιν, της Μαριούπολης και της Οδησσού.
Η συμπαγής εμπορική παροικία του Νέζιν κατάφερνε να αποσπά μια σειρά προνομίων, σε όλο το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, από τους τοπικούς άρχοντες (γέτμαν), τα οποία στη βάση τους επικύρωναν το ένα το άλλο. Αλλά και τα διατάγματα του Μεγάλου Πέτρου (11 Μαρτίου 1710) και της Αικατερίνης Β' (1 Σεπτεμβρίου 1785) αναγνώρισαν και επικύρωσαν τα προηγούμενα. Οι Έλληνες της πόλης, με πρωτοβουλία του ιερέα Χριστόφορου Ντμήτριεφ (από τη Μακεδονία), κατάφεραν να αποκτήσουν άδεια ανέγερσης δικού τους ναού (1679). Έτσι οικοδομήθηκαν αρχικά ο ξύλινος ναός των Μιχαήλ και Γαβριήλ και κατόπιν ο λίθινος ναός των Αγίων Πάντων, που εγκαινιάστηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1731.
Σταθμός όμως στην πορεία των ελληνικής καταγωγής ατόμων της πόλης στάθηκε η από το 1687 επίσημη σύσταση της ελληνικής εμπορικής Αδελφότητας του Νέζιν, εκκλησιαστικού-φιλανθρωπικού χαρακτήρα, στην οποία, αρχικά τουλάχιστον, συμμετείχαν και άτομα βουλγαρικού, σερβικού και αρμενικού υπόβαθρου. Αμέσως μετά και υπό την πίεση διαφωνιών μεταξύ των εμπόρων συστήθηκε και το δικαστήριο της Αδελφότητας ("Συμβούλιο των Δέκα Προκρίτων Αδελφών") με ευθύνη επίλυσης των υποθέσεων των μελών της. Όλα αυτά εντάσσονταν σε μία μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης που αναπτύχθηκε και που αργότερα θα ενισχυθεί με την ίδρυση ελληνικού μαγιστράτου με δικαιοδοσίες, σε αρκετά ζητήματα, όμοιες με αυτές των κεντρικών οργάνων κρατικής διοίκησης.
Μια σειρά διαταγμάτων (4 Δεκεμβρίου 1762 και 22 Αυγούστου 1763) εκδόθηκαν για να ευνοήσουν τον αποικισμό στα εδάφη της Novorossiia. Μάλιστα το διάταγμα της 22ας Μαρτίου 1764 περιείχε ένα σχέδιο για διανομή γαιών της περιοχής στους αποίκους και άρθρα για την τόνωση του εμπορίου, διευκολύνσεις στους τεχνίτες και ευνοϊκούς όρους για όσους ξεκινούσαν εμπορικές επιχειρήσεις.
Αν και δε γνωρίζουμε για ποιους ακριβώς λόγους, ο μητροπολίτης Kαφφά (αρχαίας Θεοδοσίας) Ιγνάτιος πέρασε από την περιοχή της Kριμαίας (τότε ανεξάρτητο χανάτο) σε ρωσικό έδαφος και εγκαταστάθηκε μαζί με το ποίμνιό του στην περιοχή της Μαριούπολης (Ζdanov, Mariupol) το 1778. Tο διάταγμα της 21ης Μαΐου 1779 τους παραχωρούσε εξαιρετικά προνόμια: φοροαπαλλαγή για 10 έτη, δικαίωμα αυτοδιοίκησης, απαλλαγή από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Βέβαια δεν πραγματοποιήθηκαν όλα αυτά, ούτε οι άποικοι ήταν τόσοι όσοι αναμένονταν και το 1816 συστήθηκε ειδική επιτροπή με τη συμμετοχή και δύο μελών της κοινότητας για την τελική επίλυση του προβλήματος της διανομής της γης. Τελικά οι Έλληνες έλαβαν τη γη που τους είχαν υποσχεθεί, δεν απαλλάχτηκαν όμως της φορολογίας.
Η Οδησσός ιδρύθηκε το 1774-75 πάνω στο τουρκικό οχυρό Yeni Dunai. Μια σειρά προνομίων και υποσχέσεων για διανομή γης, που αρχικά αποτελούσαν προτάσεις του ευνοούμενου της Αικατερίνης Β' de Ribas, πήραν τη μορφή διατάγματος (19 Απριλίου 1795), το οποίο μεταφράστηκε και στάλθηκε στο ρώσο πρεσβευτή στην Kωνσταντινούπολη για να κοινοποιηθεί στους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προέβλεπε παροχές για τους έλληνες και αρβανίτες πολεμιστές του προηγούμενου Ρωσοτουρκικού Πολέμου στο Αιγαίο που σκόπευαν να εγκατασταθούν στα περίχωρα της πόλης, αλλά και πρόσκληση για άτομα ελληνικής και άλλης καταγωγής που προορίζονταν για εγκατάσταση στην πόλη. Για τους τελευταίους προβλεπόταν χρηματικό βοήθημα, χορήγηση σπιτιών, φοροαπαλλαγή και απαλλαγή από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις για διάστημα 10 ετών. Επίσης, βοήθεια στην ανέγερση ναού -του μετέπειτα ναού της Αγίας Τριάδας- και δάνειο για όσους ίδρυαν επιχειρήσεις. Ακόμη, ιδρύθηκε ειδικό γραφείο για την προστασία των αποίκων με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής στρατηγό Α. Κεσόγλου. Τέλος, σχηματίστηκε στρατιωτικό σώμα 300 ανδρών (ελληνική μεραρχία) από τις τάξεις των αποίκων-πολεμιστών (1795). Αποστολή του ήταν η προστασία της περιοχής.
Η πολιτική της Αικατερίνης Β' τροποποιήθηκε από το γιο της Αλέξανδρο Α', ο οποίος όμως συνέχισε την παραχώρηση προνομίων στην πόλη (διάταγμα 1ης Μαρτίου 1800): δάνειο για την κατασκευή λιμανιού και των απαραίτητων κτηρίων και άδεια προς τους νεοαφιχθέντες να χρησιμοποιήσουν τα υλικά που θα περίσσευαν από τις εργασίες στο λιμάνι.
Όλα όμως τα βοηθήματα προς τους αποίκους στη Novorossiia περικόπηκαν γύρω στα 1817 εξαιτίας της οικονομικής στενότητας της ρωσικής διοίκησης. Παρόλα αυτά, το Μάιο του 1830 οι αρχές αποφάσισαν να παραχωρήσουν οικονομική βοήθεια στους τουρκόφωνους χριστιανούς μετοίκους από την Αργυρούπολη (Gumushane) και το Ερζερούμ, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή της Τιφλίδας/Τσιντσαρό ένα χρόνο νωρίτερα.
Η παρουσία και η ζωή των ελληνικής καταγωγής αποίκων στη νότια Ρωσία πρέπει να μελετηθεί στη βάση τριών παραμέτρων: των ευρύτερων πολιτισμικών ορίων της Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας, των ρωσοτουρκικών συρράξεων του 18ου-19ου αιώνα και των εποικιστικών προγραμμάτων της ρωσικής διοίκησης, της οποίας η πολιτική θεωρία και η τακτική θεωρούσαν ότι ο πλούτος και η δύναμη ενός κράτους ήταν ανάλογα με το μέγεθος του πληθυσμού. Οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί, λοιπόν, συνυπήρξαν με άλλους λαούς, παρόλο που βρισκόμαστε ακριβώς στην εποχή ανάπτυξης των εθνικών ταυτοτήτων σε κάποιους από τους λαούς της περιοχής.
Δυστυχώς δε διαθέτουμε αξιόλογα αριθμητικά δεδομένα για το πραγματικό ποσοστό των Ελλήνων επί του συνόλου του πληθυσμού. Γνωρίζουμε πάντως πως στο Νέζιν, πόλη με οργανωμένη από παλιότερα Κοινότητα, στο πλαίσιο της ελληνικής εμπορικής Αδελφότητας υπήρξαν και άτομα βουλγαρικής, σερβικής, βλάχικης και αρμενικής καταγωγής, μέχρι τουλάχιστον να απαγορευτεί η είσοδος μελών άλλων εθνοτήτων στις τάξεις της.
Στη Μαριούπολη, πόλη με συμπαγή αγροτοκτηνοτροφικό πληθυσμό ελληνικής καταγωγής, παρουσιάστηκαν πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές ανάμεσά τους (τουρκόφωνοι και ελληνόφωνοι).
Η Οδησσός, μια πόλη που ξεκίνησε εκ θεμελίων από τους έλληνες πολεμιστές-αποίκους του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, προσφέρεται καλύτερα για μελέτη όσον αφορά στη δημογραφική εικόνα της. Πέρα από την Odesskii Greckeskii Division (Οδησσινή Ελληνική Μοίρα), οι Έλληνες, κυρίως έμποροι, στάθηκαν από τα πιο ενεργά οικονομικά στοιχεία της πόλης και συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανάπτυξή της. Χαρακτηριστικό είναι πως η πόλη σχεδιάστηκε αρχικά να περιλαμβάνει δύο τομείς: το στρατιωτικό και τον ελληνικό. Σύντομα όμως έλαβε χαρακτήρα πολυπολιτισμικής πόλης: στους δρόμους της κυκλοφορούσαν ρώσοι, ουκρανοί κοζάκοι, εβραίοι, έλληνες, αρμένιοι, τάταροι, πολωνοί, γερμανοί (μεννονίτες και καθολικοί), ιταλοί και άγγλοι έμποροι, ο καθένας με την ενδυμασία και τη λαλιά του. Η ιταλική και η ελληνική ήταν οι πιο διαδεδομένες ξένες γλώσσες, απαραίτητες για όποιον εμπορευόταν στην περιοχή. Τα άτομα ελληνικής καταγωγής παρουσίαζαν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην οδό Deribasovskaia.
Η απογραφή του de Ribas (1795) μέτρησε 2349 άρρενες κατοίκους, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται ευγενείς, δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί και η Οδησσινή Μοίρα. Το 1797 ο ανδρικός πληθυσμός έφτανε τα 3455 άτομα, ενώ μαζί, ως ίδια εθνική κατηγορία, υπολογίστηκαν οι 269 Έλληνες, Αλβανοί και Μολδαβοί. Το 1817 ο συνολικός πληθυσμός έφτανε τις 33.000 άτομα, με το 5% του συνόλου να είναι ελληνικής καταγωγής.
Η πρόνοια για τη βασική εκπαίδευση των παιδιών των αποίκων είχε αφεθεί στα χέρια της εκάστοτε Κοινότητας. Έτσι, από το 1687 λειτουργούσε στο Νέζιν ελληνικό σχολείο στο ναό των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Επίσης, η ελληνική διδασκόταν σε άλλα 10 σχολεία της περιοχής. Στην ίδια πόλη λειτούργησε μετά το 1804 η Σχολή Αλεξάνδρου υπό την εποπτεία του ελληνικού δημοτικού συμβουλίου, με διευθυντή που προερχόταν από τις τάξεις της Αδελφότητας. Τέλος, έδρα ελληνικών υπήρχε στο ανώτερο ίδρυμα "Γυμνάσιο Ανωτάτων Επιστημών" του δούκα Bezborontcko.
Από το 1824 λειτούργησε ελληνικό σχολείο και στη Μαριούπολη, ενώ παρόμοιο σχολείο λειτουργούσε την ίδια εποχή και στο χωριό Μισχάνα του άλλοτε ταταρικού Alavedi. Ανώτερη στρατιωτική σχολή λειτούργησε από το 1775 στη Χερσώνα με διαταγή της Αικατερίνης Β'. Πρόκειται για το "Ελληνικό Γυμνάσιο" ή "Γυμνάσιο των Αλλοδαπών Ομοθρήσκων". Από το 1792 συγκροτήθηκε σε Σώμα Αλλοδαπών Ομοθρήσκων", με έδρα την Πετρούπολη, για να παύσει τη λειτουργία του το 1796.
Στην Οδησσό σχολείο βασικής εκπαίδευσης, στο οποίο τα μαθήματα διεξάγονταν στα ελληνικά, λειτούργησε από το 1814. Σημαντική όμως υπήρξε η ίδρυση της Ελληνοεμπορικής Σχολής, του δεύτερου σπουδαιότερου ιδρύματος της πόλης μετά το Λύκειο Richelieu. Η σχολή συντηρούνταν με χρηματοδότηση των ελλήνων εμπόρων.
Στην ίδια πόλη και παράλληλα με την παγίωση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων των παροικιών και την εθνική αφύπνιση άρχισαν να παίζονται θεατρικές παραστάσεις, μετά το 1815, στα ελληνικά και με χαρακτήρα πατριωτικό. Έτσι, στις 20 Φεβρουαρίου 1818 παρουσιάστηκε ο "Φιλοκτήτης" του Σοφοκλή, σε μετάφραση του Ν. Σ. Πίκκολου, ενώ συγκίνηση προκάλεσε και η παράσταση του "Θανάτου του Δημοσθένους", έργου επίσης του Ν. Σ. Πίκκολου. Στην Οδησσό λειτούργησε και ελληνικό τυπογραφείο από το 1818, ενώ από το 1827 η Ελληνοεμπορική Σχολή απέκτησε το δικό της τυπογραφείο.
Πέρα από τη λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη Pωσία και μέχρι να διασπαστεί η Ορθόδοξη Κοινοπολιτεία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Π.Μ. Κιτρομηλίδης, με τη γένεση των εθνικισμών του 19ου αιώνα μια σειρά διανοούμενων και εκκλησιαστικών λογίων ελληνικής καταγωγής έδρασε στη Ρωσία, συνήθως στα μεγάλα κέντρα της. Η πλειοψηφία τους ήταν προσκολλημένη στους εκάστοτε ρώσους ηγεμόνες. Από το 16ο αιώνα κληρικοί που μετείχαν στις αποστολές για ζητείες άρχισαν να εγκαθίστανται στη Ρωσία και να βοηθούν στην πνευματική παραγωγή της χώρας. Θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τις ατομικές περιπτώσεις του ζωγράφου Θεοφάνη του Έλληνα (Γραικού), του λόγιου Μάξιμου του Γραικού (Μιχαήλ Τριβώλη), του Μελέτιου Συρίγου και του Παΐσιου Λογαρίδη (κατά το 17ο αιώνα). Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση του Αρσενίου, αρχιεπισκόπου Δημονίκου και Ελασσόνος (1550-1626), που επισκέφτηκε τη Ρωσία ως εντολοδόχος του Πατριαρχείου Kωνσταντινούπολης και κατόπιν ως συνοδός του πατριάρχη Ιερεμία Β' και κατέληξε να ζήσει στη Μόσχα αφήνοντας πίσω του αξιόλογο συγγραφικό έργο. Επίσης, η περίπτωση των αδελφών Σωφρόνιου και Ιωαννίκιου Λειχούδη που πλούτισαν τη ρωσική βιβλιογραφία με έργα απολογητικού χαρακτήρα και οργάνωσαν την Akademia Slavo-Greco-Latina (1687) στη Μόσχα.
Με χρονική τομή την εποχή του Διαφωτισμού και των επιδράσεών του θα μπορούσαμε επίσης να παρακολουθήσουμε την πορεία του Νικηφόρου Θεοτόκη και του Ευγένιου Βούλγαρη (μέλους της Ακαδημίας της Πετρούπολης), που συνδέθηκαν και στήριξαν τους κύκλους της ρωσικής διανόησης στο 18ο αιώνα, μέχρι τη δράση του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Πιτσαμάνη, του Ανδρέα Μουστοξύδη και του Κωνσταντίνου Οικονόμου στο 19ο αιώνα.
Ο περιορισμένος γενικά αριθμός των Ελλήνων και ο προσανατολισμός τους σε επικερδείς δραστηριότητες διαμόρφωσαν μια ιδιότυπη φιλανθρωπική δράση με αποδέκτες πρώτιστα τις περιοχές καταγωγής τους, τους επαναστατημένους του ελληνικού χώρου καθώς και ορισμένα ιδρύματα του ρωσικού κράτους, πάντα με ιδιαίτερη έμφαση στη διάδοση των γραμμάτων και της ελληνικής γλώσσας. Έτσι, το 1812 οι έλληνες έμποροι της Οδησσού προσέφεραν 100.000 αργυρά ρούβλια για τον αντιναπολεόντειο αγώνα των Ρώσων, ενώ γνωστοί μεγαλέμποροι όπως οι Ζωσιμάδες χρηματοδότησαν εκπαιδευτικά ιδρύματα που διέθεταν έδρες ελληνικών, όπως η Εμπορική και Ιατροχειρουργική Ακαδημία της Μόσχας ή το εκεί Γυμνάσιο και το Ορφανοτροφείο. Τέλος, με τη διάλυση της Φιλικής Εταιρείας οργανώθηκε η βραχύβια Φιλανθρωπική Εταιρεία, η οποία ανέλαβε τη συντήρηση ελληνικών οικογενειών που είχαν πληγεί κατά τη διάρκεια του Αγώνα.
Ο κύριος όγκος των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων πήγαζε από συγκεκριμένους εύπορους μεγαλέμπορους. Ο ρωσικός κλάδος των Ζωσιμάδων ανέλαβε τη συντήρηση του σχολείου του Μπαλάνου (μετέπειτα Ζωσιμαίας) στην πατρίδα τους, τα Ιωάννινα, και βοήθησε στην εκτύπωση μεγάλης ποσότητας βιβλίων, με αποκορύφωμα την εκτύπωση συγγραμμάτων που επιμελήθηκε ο Κοραής. Ο Ζώης Καπλάνης, μεγαλέμπορος της Μόσχας, διέθεσε όλο το κεφάλαιό του για τη συντήρηση σχολείων και νοσοκομείων στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Ντόμπολης, μεγαλέμπορος από την Πετρούπολη, κληροδότησε την περιουσία του για την ίδρυση πανεπιστημίου που θα έφερε το όνομα του φίλου του Καποδίστρια στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Βαρβάκης, επιχειρηματίας στο Αστραχάν και μετέπειτα στο Ταγκανρόκ κληροδότησε την περιουσία του (1825) στην ελληνική επαναστατική κυβέρνηση.
Βεβαίως, δεν έλειψαν και οι ευεργεσίες στα όρια των Κοινοτήτων, όπως ο ναός του Ιωάννου του Προδρόμου που οικοδόμησε ο Ζώης Ζωσιμάς στο νεκροταφείο του Νέζιν, η χρηματοδότηση της Ελληνοεμπορικής Σχολής Οδησσού με το 20% των κερδών της Νέας Γραικικής Εταιρείας Ασφαλειών ή η φροντίδα της ταφής των λειψάνων του Γρηγορίου Ε' από τη γραικική Κοινότητα της Οδησσού.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε ως συμβατικό όριο έναρξης της ακμής για την πλειοψηφία των ελληνικών εμπορικών παροικιών το 1774 (συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή). Παράλληλα όμως, θα πρέπει να τονίσουμε πως οι τύχες τους ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την πορεία των δραστηριοτήτων της ελληνικής ναυτιλίας, η οποία μπόρεσε και εκμεταλλεύτηκε τη γενικότερη ευρωπαϊκή κρίση (Γαλλική Επανάσταση, Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, καταστροφή της αγροτικής παραγωγής και συνακόλουθη σιτοδεία που διαδέχτηκε τους πολέμους αυτούς) για να αυξήσει τη συμμετοχή της στο εμπόριο της Μεσογείου. Με δύο λόγια οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν το κενό που άφησαν οι εθνικές ναυτιλίες των ευρωπαϊκών χωρών εξαιτίας των πολέμων ή της αλλαγής προσανατολισμού ως προς το γεωγραφικό κέντρο βάρους των επιχειρήσεών τους και ανέλαβαν την αποκλειστική αποκόμιση υψηλών κερδών μέσω του εμπορίου δημητριακών σε μια στιγμή μεγάλης ζήτησής τους στις ευρωπαϊκές αγορές.
Το εμπόριο στην περιοχή της νότιας Ρωσίας ήταν πρώτιστα εμπόριο σιτηρών. Και οι έλληνες έμποροι κατείχαν τη μερίδα του λέοντος στις εξαγωγές δημητριακών, την εποχή αυτή. Πριν προχωρήσουμε όμως σε μια λεπτομερέστερη εξέταση θα άξιζε να εντοπίσουμε τις παραμέτρους που συγκρότησαν τα κίνητρα της διείσδυσης ελλήνων εμπόρων στην περιοχή αυτή και τους βοήθησαν να εδραιώσουν τις δραστηριότητές τους.
Τα μέτρα που έλαβε η Αικατερίνη Β' για την εμπορική και πληθυσμιακή ανάπτυξη της περιοχής, παράλληλα με τις διευκολύνσεις στη ναυσιπλοΐα που έφερε η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και άνοιξαν ουσιαστικά την πλεύση προς τη Μαύρη Θάλασσα, στάθηκαν ισχυρά άμεσα κίνητρα.
Η ίδια η φύση των νεοαποκτηθέντων εδαφών, με την ανύπαρκτη αστική δομή του πληθυσμού της, αποτελούσε πεδίο προς εκμετάλλευση για την ελληνική αστική τάξη και τις δυνατότητές της. Οι περιοχές αυτές βρισκόντουσαν μακριά από την επιρροή του δυτικού εμπορίου και της οικονομίας, ανίκητων ανταγωνιστών κάθε περιφερειακής εμπορικής δύναμης.
Το προϋπάρχον δίκτυο των παλαιότερων παροικιών και το δίκτυο που συγκροτούσε η εμπορική δράση των Ελλήνων στην ανατολική Μεσόγειο, ένα δίκτυο με κοινή εμπορική στρατηγική, απετέλεσαν επίσης, ένα κλειστό πιστωτικό σύστημα που τροφοδοτήθηκε από μια κυκλική ροή συναλλαγματικών.
Τα ευρύτερα πολιτισμικά σύνορα της Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας και η εξοικείωση των Ελλήνων με τους Ρώσους- και το αντίστροφο, αποτέλεσαν ένα φιλικό περιβάλλον για το δίκτυο των ελληνικών παροικιών που εκτάθηκαν από τις εκβολές του Δούναβη έως την Αζοφική.
Το αναμενόμενο καθεστώς γρήγορου πλουτισμού, εξαιτίας της ευνοϊκής συγκυρίας, βρισκόταν, τέλος, ακριβώς μέσα στη λογική της ελληνικής αστικής και εφοπλιστικής τάξης, της οποίας η δραστηριότητα αναλώθηκε εξ ολοκλήρου στις εμπορικές ασχολίες.
Πιο συγκεκριμένα οι έλληνες έμποροι γνώριζαν τις τοπικές ιδιαιτερότητες και ανέπτυξαν μεθόδους φιλικές προς τη νοοτροπία του τοπικού πληθυσμού. Εκμεταλλεύτηκαν την πρόσβαση σε αρκετούς συμπατριώτες τους που κατείχαν θέσεις-κλειδιά και την ύπαρξη γεωργικών πληθυσμών ελληνικής καταγωγής, όπως αυτού της Μαριούπολης. Τέλος οι οικογενειακοί δεσμοί που διατηρούσαν σε χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης βοήθησαν να ενταχθούν οι συγκεκριμένες περιοχές στο δίκτυο των ελλήνων εμπόρων, δίνοντάς τους, ταυτόχρονα, πρόσβαση σε σημαντικές οικονομικές πληροφορίες.
Θα ήταν αρκετά δύσκολο να διαχωρίσουμε το εσωτερικό από το εξωτερικό εμπόριο, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της εξέλιξης της ελληνικής εμπορικής δραστηριότητας στη Ρωσία. Είναι όμως σίγουρο πως στο Νέζιν, μια από τις πρώτες παροικίες στην περιοχή, οι έμποροι ελληνικής καταγωγής εκμεταλλεύτηκαν το δίκτυο των πανηγυριών και αγορών της Ουκρανίας. Αργότερα, οι Έλληνες του Νέζιν άπλωσαν τις δραστηριότητές τους και έφτασαν να εμπορεύονται με τη Σμύρνη και το Αιγαίο, τη Βενετία, το πολωνικό Danzig, τη Λειψία (Leipzig), το Breslau, τη Μόσχα, το Αστραχάν, την Ταυρίδα και κάποιες περιοχές της Σιβηρίας. Με την παρακμή της πόλης, στα μέσα του 18ου αιώνα περίπου, οι έλληνες έμποροι μετακινήθηκαν προς τη Μόσχα, την Πετρούπολη και τις περιοχές της νότιας Ρωσίας. Μάλιστα, οι προερχόμενοι από το Νέζιν έμποροι της Μόσχας διατήρησαν την Αδελφότητα και στο νέο τόπο εγκατάστασής τους καθώς και τα παλαιότερά τους προνόμια.
Στη Μαριούπολη υπήρχε κυρίως αγροτικός πληθυσμός ελληνικής καταγωγής. Οι ασχολούμενοι όμως με την κτηνοτροφία διεξήγαν μια μορφή εμπορίου μεταφέροντας τα βοοειδή τους στη Μόσχα και στις πόλεις τις Ουκρανίας για επιτόπια σφαγή.
Οι δύσκολες συνθήκες προσέγγισης και ελλιμενισμού που ταλαιπωρούσαν τα υπόλοιπα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας (Ταγκανρόγκ, Μαριούπολη, Αζόφ) ανέδειξαν το ασφαλέστερο, αλλά όχι εντελώς σίγουρο, λιμάνι της Οδησσού το οποίο διεκπεραίωνε τον κύριο όγκο των εξαγωγών σιτηρών, του βασικότερου προϊόντος των στεπών της ενδοχώρας. Το εμπόρευμα εξαγόταν κυρίως μέσω θαλάσσης, αφού κατέφθανε οδικώς με κάρα από την ενδοχώρα. Ο κυβερνήτης της πόλης δούκας του Richelieu (1803-1814) ενθάρρυνε το εμπόριο με τα δυτικά κράτη και βοήθησε την εγκατάσταση ξένων προξένων στην πόλη. Οι έλληνες έμποροι διεξήγαν κατά προτεραιότητα το εμπόριο αυτό.
Από την πόλη διέρχονταν δύο δρόμοι άνισης σημασίας. Οδικώς, μέσω Brody (στα σύνορα με την Αυστρία), τα προϊόντα από την Οδησσό έφταναν στην Αυστρία και την Πρωσία κι από εκεί στη Γαλλία. Θαλλασίως, και αυτός ήταν ο σημαντικότερος δρόμος, η πόλη συνδεόταν με την Περσία, την Kωνσταντινούπολη και τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο αλλά κυρίως με τα ευρωπαϊκά λιμάνια της Ελλάδας, των Ιονίων, της ιταλικής χερσονήσου, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Μόλις στάθηκε δυνατό να χρησιμοποιηθεί ο Δνείστερος (1812), ενισχύθηκε και το εμπόριο με το εσωτερικό της αυτοκρατορίας.
Οι Έλληνες έμποροι εκμεταλλεύτηκαν το δίκτυο των οικογενειακών παραρτημάτων τους στα ευρωπαϊκά λιμάνια, αλλά και τις σχέσεις τους με τους συμπατριώτες τους πλοιοκτήτες του Αιγαίου. Το σύστημα αυτό τους παρείχε πιστοδοτική κάλυψη και διευκόλυνε την πρόσβασή τους στις ευρωπαϊκές αγορές. Θα ήταν όμως προτιμότερο να παρακολουθήσουμε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις με σκοπό να κατανοήσουμε τις τάσεις του κυκλώματος που είχε αναπτυχθεί.
Η οικογένεια Ζωσιμά ασχολούνταν για τρεις γενιές ήδη με το εμπόριο, έχοντας επεκταθεί στο Νέζιν και στο Βουκουρέστι. Οι γιοι του Παναγιώτη Ζωσιμά μετανάστευσαν από τα Ιωάννινα στο Λιβόρνο (Θεοδόσιος, Νικόλαος, Μιχαήλ- από τη δεκαετία του 1780) και στο Νέζιν (Ιωάννης, Αναστάσιος, Ζώης- από τη δεκαετία του 1760). Μετά την αποχώρηση των εμπόρων από το Νέζιν οι εναπομείναντες της οικογένειας βρέθηκαν στη Μόσχα. Ο ρωσικός κλάδος εισήγε προϊόντα από την Κίνα και τις Ανατολικές χώρες και τα προωθούσε στο ευρωπαϊκό παράρτημα, απ' όπου στέλνονταν ευρωπαϊκά προϊόντα, κυρίως μετάξι.
Ο ψαριανός πλοιοκτήτης Ιωάννης Βαρβάκης πολέμησε στο πλευρό των Ρώσων στο Αιγαίο κατά την περίοδο 1770- 1774. Με την αποχώρηση του ρωσικού στόλου βρέθηκε στη Μαύρη Θάλασσα και από εκεί στην Πετρούπολη, όπου απέκτησε πρόσβαση στην αυτοκρατορική αυλή. Η Αικατερίνη Β' του παραχώρησε δάνειο 10,000 ρουβλίων και το δικαίωμα για αφορολόγητο εμπόριο ψαριών στη Κασπία. Στο Αστραχάν ξεκίνησε επιχείρηση εμπορίας ψαριών και χαβιαριού, και απέκτησε έτσι μεγάλη περιουσία καθώς και τίτλους ευγένειας. Από το 1812 βρέθηκε στο Ταγκανρόγκ, όπου πήρε τη ρωσική υπηκοότητα αλλά και τίτλους ευγενείας και για την οικογένειά του που ζούσε στην Ελλάδα.
Ο γνωστός έμπορος και κατόπιν πρόξενος των Η.Π.Α. στην Οδησσό, Ιωάννης Ράλλης ανήκε σε μια οικογένεια διασκορπισμένη στο Λονδίνο, το Μάντσεστερ, τη Μασσαλία, την Τεργέστη και την Κωνσταντινούπολη.
Αξιοσημείωτο ήταν το γεγονός πως στις αρχές του 19ου αι. οι δέκα πλουσιότεροι Έλληνες έμποροι της Οδησσού ( Θ. Σεραφίνος, Αλ. Μαύρος, Δ. Ιγγλέσης, Αλ. Κουμπάρης, Β. Γιαννόπουλος, Γρ. Μαρασλής, Κ. Παπαχατζής, Η. Μάντσης, Ιω. Αμβροσίου, Δ. Παλαιολόγος) διέθεταν συνολικό κεφάλαιο 10,000,000 συναλλαγματικών ρουβλίων (δηλαδή ένα ποσό υπό τη μορφή πιστωτικής κάλυψης και όχι μετρητών).
Παρόλο που αρκετοί παραγωγοί έφερναν οι ίδιοι τα προϊόντα τους στο λιμάνι, οι ελληνικές εμπορικές φίρμες, εκμεταλλευόμενες τις πολύ καλές σχέσεις τους με την ύπαιθρο, προαγόραζαν τη σοδειά πριν από την περίοδο του θερισμού, όταν δηλαδή οι αγρότες αντιμετώπιζαν έλλειψη ρευστού, πετυχαίνοντας έτσι καλύτερες τιμές.
Πέρα όμως από το εμπόριο, οι Έλληνες βοήθησαν στην ανάπτυξη της Νότιας Ρωσίας και με νέες καλλιέργειες, όπως αυτή του καπνού. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα σιγαροποιεία στην περιοχή είχαν ιδρυθεί από Έλληνες.
Πριν η ζήτηση σιταριού στην Ευρώπη αναγκάσει τους εμπόρους της νότιας Ρωσίας να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη συγκυρία, οι έμποροι ελληνικής καταγωγής των παλαιότερων παροικιών απασχολούνταν σε κάθε μορφής εμπόριο.
Στο Νέζιν έφερναν μετάξι και υφάσματα, ζώνες και μικροαντικείμενα, κρασί και μέλι. Σημαντική επίσης έκταση είχε πάρει το εμπόριο γούνας.
Στη Μαριούπολη, όπου ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων ήταν παραγωγοί οι ίδιοι, πέρα από το εμπόριο σιτηρών αναπτύχθηκε και το εμπόριο ζωικού λίπους, βασικό εξαγώγιμο προϊόν της περιοχής έως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Οδησσός σήμαινε σχεδόν αποκλειστικά εμπόριο σιτηρών, αν και υπάρχουν περιπτώσεις εμπορίας φρούτων και λαχανικών προς την εσωτερική αγορά. Όσον αφορά στις εισαγωγές, στην πόλη έφταναν κυρίως κρασί και άλλα ποτά, υφάσματα και μετάξι.
Ο γάλλος πρόξενος στην Οδησσό Francois Sauron έγραφε το 1832 ότι υπήρχαν 40 ξένες εμπορικές επιχειρήσεις στην πόλη, εκ των οποίων οι ελληνικές ήταν οι πολυαριθμότερες και πλουσιότερες. Πράγματι, από τη δεκαετία του 1820 οι έλληνες έμποροι υπερίσχυσαν των βασικότερων ανταγωνιστών τους, των ιταλικής καταγωγής εμπόρων και παρουσίασαν σχετική σταθερότητα στη διάρκεια των επιχειρήσεών τους σε όλο το 19ο αιώνα.
Εξαιτίας των προστριβών τους με τους ιταλικής, γαλλικής και αγγλικής καταγωγής επιχειρηματίες οι Έλληνες εγκατέλειψαν την Camera Imperiale dell' Assicurazioni που κάλυπτε ασφαλιστικά τα ταξίδια στην περιοχή και ίδρυσαν τη Γραικορωσική Συντροφιά των Ασφαλειών (1806) με ανάλογο προσανατολισμό. Επικουρικό ρόλο για το εμπορικό δίκτυο που έλεγχαν οι Έλληνες έπαιξε και ο τραπεζικός οργανισμός Εμπορικόν Δανείων Κιβώτιον (1817), ενώ αργότερα το δίκτυο ενισχύθηκε με την ίδρυση της Εταιρείας των Ηνωμένων Ασφαλιστών Γραικών.
Ήταν τέτοια η δυναμική των επιχειρηματιών ελληνικής καταγωγής στη Ρωσία, ώστε, εάν πιστέψουμε τα στοιχεία που δίνει ο Ιωάννης Καποδίστριας, το 1811 υπήρχαν 800 ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις σε όλη την αυτοκρατορία.
Σε μια περίοδο αναταραχών στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και συγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων για κάποιους από τους λαούς της, η ρωσική προπαγάνδα κατάφερε να διεισδύσει στους ελληνικούς πληθυσμούς και να εκμεταλλευτεί τις λαϊκές δοξασίες περί "ομοδόξων απελευθερωτών από τη Μοσχοβία".Έτσι, κατά τη διάρκεια των δύο Ρωσοτουρκικών Πολέμων του 1769-1774 και 1787-1792 οι Έλληνες πραγματοποίησαν στρατιωτικά κινήματα -που τελικά έπαιξαν το ρόλο αντιπερισπασμού- στην περιοχή τους και έδρασαν στο πλευρό των Ρώσων ως επικουρικά στρατεύματα.
Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ένας μεγάλος αριθμός μαχητών με τις οικογένειές τους μεταφέρθηκαν από το ρωσικό στόλο στην περιοχή της Χερσώνας, του Κέρτς και του Γενί Καλέ απαρτίζοντας τα σώματα "Greckeskii Pekhotnyi Polk". Μετά τη συνθήκη του Ιασίου (1792) ένα άλλο κύμα συνεργατών των Ρώσων έφτασε στις νεοαποκτηθείσες περιοχές μεταξύ του Bug και του Δνείστερου (και ορισμένοι από αυτούς συνέχισαν τη στρατιωτική τους καριέρα στην Odesskii Greckeskii Division).
Τέλος, αρκετά άτομα ελληνικής καταγωγής, κυρίως Επτανήσιοι, εργάστηκαν στο ρωσικό διπλωματικό σώμα και άλλοι στο ρωσικό στρατό.
Πέρα από το ενιαίο πνευματικό σύστημα και τα ευρύτερα πολιτισμικά όρια που περιέβαλαν τον ελληνικό και το ρωσικό λαό, καθοριστική σημασία για την πορεία τους διαδραμάτισε και η πρόσληψη των μηνυμάτων του Διαφωτισμού, με διαφορετικό βέβαια τρόπο για τον καθένα. Η Αικατερίνη Β' υποστήριξε αρχικά τις νέες τάσεις και ιδέες, προσπαθώντας να οργανώσει με τη βοήθειά τους ένα πρόγραμμα "φωτισμένης δεσποτείας". Έτσι, υποστήριξε μερικούς λόγιους ελληνικής καταγωγής που ήταν επηρεασμένοι από τις νέες ιδέες (Ευγένιος Βούλγαρης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης).
Τα πολιτικά αιτήματα της ρωσικής ηγεσίας, δηλαδή η επέκταση της αυτοκρατορίας προς τις νότιες θάλασσες, και των ελλήνων διανοούμενων και αστών, δηλαδή η εθνική αφύπνιση και ελευθερία, συνέπλευσαν σε ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο για την ευόδωση και των δύο κρίθηκε απαραίτητη η χρησιμοποίηση των δυνατοτήτων του πολιτισμού της Δύσης. Βούλγαρης και Θεοτόκης έβλεπαν στο Διαφωτισμό το δρόμο που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση των συμπατριωτών τους και θεωρούσαν χρέος τους να αποσπάσουν τη βοήθεια της Ρωσίας. Γι' αυτό και στήριζαν κάθε αντιτουρκική ενέργεια της ρωσικής κυβέρνησης. Παράλληλα, οι πλούσιοι έλληνες έμποροι στήριξαν αυτές τις τάσεις χρηματοδοτώντας την έκδοση ανάλογων βιβλίων.
Βέβαια, παρά τη δεκτικότητα αυτών των διανοούμενων στα μηνύματα του Διαφωτισμού, το ευρύτερο πρόγραμμα σκέψης τους τελικά καθοριζόταν από την ορθόδοξη παράδοση και δόγμα και δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την πορεία της σκέψης εθνικιστών διανοούμενων όπως ο Κοραής.
Μέχρι την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα οι Έλληνες ζούσαν σε παραδοσιακές τοπικές κοινότητες, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο εθνικισμός που γέννησε ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση από την αρχή συνδέθηκε με την αλλαγή, ή εξέλιξη για πολλούς, των κοινωνικών και πολιτιστικών μορφών που ονομάστηκε από τους κοινωνιολόγους μοντερνοποίηση, δηλαδή το πέρασμα από τον παραδοσιακό στο μοντέρνο κόσμο.
Ο ελληνικός εθνικισμός συγκροτήθηκε στις παροικίες του εξωτερικού. Εκεί υπήρξε μόνιμη και σταθερή επαφή των διανοούμενων-εμπόρων με τα μηνύματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Οι διανοούμενοι και έμποροι αυτοί αντιμετώπισαν θετικά τα νέα μηνύματα για τους ίδιους ακριβώς λόγους που τα αποδέχτηκαν και οι ευρωπαίοι όμοιοί τους: είχαν μοντέρνες κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες ως αστοί-έμποροι. Επίσης, στις παροικίες μακριά από τον ελληνικό χώρο είχαν πλέον αδυνατίσει οι τοπικιστικοί δεσμοί και το ανάλογο πνεύμα.
Στην Οδησσό στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 οι έμποροι Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, μια οργάνωση στα πρότυπα των ανάλογων τεκτονικών, με σκοπό την εξέγερση του έθνους.
Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας είχαν εμπειρίες από τη δυτική Ευρώπη και αποτελούσαν μέρος του τελευταίου μεγάλου κύματος μεταναστών πριν την έναρξη του Αγώνα. Ζούσαν σε περιοχές που πλούτισαν από τους Ναπολεόντειους Πολέμους και τον Ηπειρωτικό Αποκλεισμό, αλλά περιήλθαν σε οικονομική κρίση μετά την ειρήνη του 1814. Οι ίδιοι δεν ήταν πλούσιοι και γνωρίζουμε πως οι πλούσιοι συμπατριώτες τους έμποροι της Μόσχας χλεύασαν το χρεοκοπημένο Σκουφά, όταν πήγε να τους μυήσει στην Εταιρεία και να ζητήσει ενίσχυση. Σ' αυτή την κακή οικονομική κατάσταση δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στις νέες μοντέρνες κοινότητες της διασποράς, ενώ ταυτόχρονα ήταν εντελώς αποκομμένοι από την προστασία των παραδοσιακών κοινοτήτων του ελλαδικού χώρου. Η κατάστασή τους θα βελτιωνόταν, όταν θα αναγνωρίζονταν ως τα αξιότερα τέκνα της Ελλάδας, στο πλαίσιο της νέας εθνικοκρατικής οντότητας που θα αναδυόταν μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό.
Οι ίδιοι, μη έχοντας προχωρήσει σε μία σοβαρή αξιολόγηση των οθωμανικών δομών, απέτυχαν να δώσουν τις βασικές θέσεις και ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα της Εταιρείας. Εξαιτίας αυτής της παράλειψης, όμως, εντάχθηκαν σε αυτή, ιδιαίτερα μετά το 1818, άτομα από κάθε κοινωνική ομάδα. Καταλυτικό ρόλο στη διαδικασία αυτή έπαιξαν οι υπόνοιες πως πίσω από την οργάνωση κρυβόταν ο Ιωάννης Kαποδίστριας και η ίδια η Ρωσία.
Η Φιλική Εταιρεία διαλύθηκε με την κήρυξη του Αγώνα έχοντας όμως καλλιεργήσει το κατάλληλο κλίμα για την έναρξή του. Ο μετέπειτα ηγέτης της Αλέξανδρος Υψηλάντης, αξιωματικός του ρωσικού στρατού και υπασπιστής του τσάρου, είχε ξεκινήσει τον Αγώνα ανεπιτυχώς από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Η ελληνική παρουσία στο χώρο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια όλου του 19ου και 20ου αι. Οργανωμένες ελληνικές κοινότητες παρουσιάστηκαν σε πάνω από είκοσι πόλεις, ενώ έλληνες έμποροι δραστηριοποιήθηκαν και σε άλλες περιοχές (Μόσχα, Πετρούπολη, Κίεβο, Νικολάϊεφ, Ισμαϊλ), χωρίς να οργανωθούν σε κοινότητα.