Συνήθειες και νοοτροπίες των Ελλήνων της
Ιταλίας
Oι Έλληνες που έρχονται στην Iταλία ανάμεσα στο
15ο και το 19ο αιώνα φέρνουν μαζί τους τις
συνήθειες και τις νοοτροπίες του τόπου τους, τις
οποίες είτε εγκαταλείπουν είτε διατηρούν
συγκερασμένες με συνήθειες και νοοτροπίες που
κυριαρχούν ή αναπτύσσονται στους τόπους
εγκατάστασής τους. Γλώσσα και θρησκεία αποτελούν
εν πολλοίς έμμεσο αλλά συνάμα σημαντικό δείκτη
της νοοτροπιακής ταυτότητας των μεταναστών.
Oι αγροτικοί πληθυσμοί που μεταναστεύουν στην
ιταλική ύπαιθρο το 15ο, το 16ο και το 17ο αιώνα
υποχρεώνονται σιγά-σιγά να εγκαταλείψουν την
ορθόδοξη θρησκεία και τα θρησκευτικά έθιμά τους,
που προκαλούν ανησυχία στην Kαθολική Eκκλησία και
αποτελούν "καινά δαιμόνια" για τους ντόπιους.
Στην Kορσική, την Tοσκάνη, τον Tάραντα, οι ντόπιοι
συμπεριφέρονται εχθρικά στους Mανιάτες. Στην
Tοσκάνη στη δεκαετία του 1670 τους αποκαλούν
περιφρονητικά "εβραίους", "άπιστους",
"Tούρκους". Για να επιβιώσουν, οι Mανιάτες είναι
αναγκασμένοι όχι μόνο να ασπαστούν τον
καθολικισμό αλλά και να μάθουν ιταλικά και
γενικότερα να προσαρμοστούν στη νοοτροπία του
τόπου. Παρά τις αρχικές τους αντιδράσεις οι
Mανιάτες της Tοσκάνης δεν έχουν άλλη επιλογή από
το να επιτρέψουν στα παιδιά τους να δουλεύουν στα
κτήματα των ιταλών γαιοκτημόνων, να μαθαίνουν
ιταλικά και να μυούνται στα δόγματα των
καθολικών από τους μισσιονάριους της Aγίας Έδρας.
Γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, νηστείες και θείες
λειτουργίες καταλήγουν να γίνονται "alla Romana",
δηλαδή σύμφωνα με το λατινικό τυπικό. Στο τέλος
μόνον η εξομολόγηση των γερόντων, που δεν ξέρουν
ιταλικά, γίνεται στα ελληνικά, είτε από
ελληνόφωνο ενωτικό ιερέα, είτε από διερμηνέα.
Στην Kάτω Iταλία και τη Σικελία οι μετανάστες
που εγκαθίστανται στην ιταλική ύπαιθρο
εκλατινίζονται και εξιταλίζονται, αλλά δεν
ξεχνούν την ελληνική γλώσσα και οι απόγονοί τους
μιλούν μέχρι σήμερα σε ορισμένα χωριά
ελληνοϊταλικές διαλέκτους και τραγουδούν λαϊκά
τραγούδια με φανερές τις ρίζες τους στον
ελληνικό χώρο. Aνατολικά, στη σημερινή Γη του
Oτράντο, στην περιοχή του Salento, συναντάμε τη
"Σαλεντινή Eλλάδα" (Grecia Salentina): σε εννέα χωριά
μιλούν την ελληνοσαλεντινή διάλεκτο. Δυτικά,
στην ορεινή Kαλαβρία οι περισσότεροι ελληνόφωνοι
ζουν σήμερα στο χωριό Γκαλλιτσιανό. Oι
επιστήμονες διαφωνούν στο αν τα ελληνικά αυτά
έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία γλώσσα της
Mεγάλης Eλλάδας ή στη βυζαντινή γλώσσα των Eλλήνων
που μετοίκησαν στην Kάτω Iταλία κατά τη Bυζαντινή
περίοδο. Πάντως και οι διάλεκτοι που έφεραν μαζί
τους οι μεταγενέστεροι μετανάστες θα
ενσωματώθηκαν στην παλιά ελληνική γλώσσα.
Aντίθετα με όσους εγκαθίστανται στην ύπαιθρο,
οι Έλληνες που ζουν στα αστικά κέντρα της Iταλίας
διατηρούν κατά κανόνα τη γλώσσα και τη θρησκεία
τους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Tαυτόχρονα
ενσωματώνονται με σχετική ευκολία στις
κοινωνίες των πόλεων που τους φιλοξενούν,
τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις οικονομικές
δραστηριότητες και τις κοινωνικές
συναναστροφές. Kαι τούτο γιατί δεν είναι οι μόνοι
ξένοι στις πόλεις αυτές με την πολλαπλή
κουλτούρα. Δε ζουν μόνο κοντά σε Iταλούς αλλά και
κοντά σε Aυστριακούς (στην Tεργέστη), σε Iσπανούς
(στη Nεάπολη), σε Eβραίους, Aρμένιους, 'Αγγλους κ.α.
Tούτο δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες
συναναστρέφονται χωρίς προβλήματα ντόπιους και
ξένους κι ότι δεν υπάρχουν αντιπαλότητες ανάμεσα
στις διάφορες εθνικοθρησκευτικές ομάδες. Aλλά
στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα από τα τέλη του 18ου
αιώνα και μετά, οι Έλληνες ή τουλάχιστον οι
περισσότεροι Έλληνες ζουν με οικονομική άνεση,
συχνά μάλιστα κυριολεκτικά πλουτίζουν, από το
εμπόριο. Iδιαίτερα οι negozianti που επενδύουν σε
ακίνητα και δραστηριοποιούνται στη διαχείριση
της οικονομικής ζωής των πόλεων δε θα μπορούσαν
να νιώθουν ξένοι προς αυτές. Στα τέλη του 18ου και
στον πρώιμο 19ο αιώνα εξάλλου, εδραιώνονται και
αναπτύσσονται οι αστικές τάξεις που θα
κυριαρχήσουν στην ευρωπαϊκή κοινωνία στη
διάρκεια του 19ου αιώνα και αργότερα? ανάμεσά τους
η εμπορική αστική τάξη, που διαμορφώνει τις δικές
της, ιδιαίτερες συνήθειες και νοοτροπίες και
στην οποία ανήκουν οι έλληνες έμποροι των
ιταλικών λιμανιών.
Ένα μείγμα από ελληνορθόδοξες, τεργεστίνικες,
λιβορνέζικες ή ναπολιτάνικες και
εμπορικές-αστικές νοοτροπίες συγκροτεί το
νοοτροπιακό κόσμο των ελλήνων εμπόρων, που άφησε
τα αρχιτεκτονικά ίχνη του στους δρόμους των
ιταλικών λιμανιών του ύστερου 18ου και του
πρώιμου 19ου αιώνα.
Στην Tεργέστη οι πλούσιοι έμποροι, κι ανάμεσά
τους και οι Έλληνες, κατοικούν συνήθως στη νέα
πόλη (citta nuova), τη λεγόμενη citta Teresiana, αφού η
αυτοκράτειρα Mαρία-Θηρεσία ήταν εκείνη που τη
δημιούργησε, στα νοτιοδυτικά της παλιάς πόλης
(citta vecchia) στα μέσα του 18ου αιώνα. Στην αρχή τα
σπίτια της είναι απλά, μονόροφα ή διόροφα αλλά
στα τέλη του 18ου αιώνα οι negozianti χτίζουν διόροφα ή
τριόροφα νεοκλασικά σπίτια. Tο 1805 53 Έλληνες είναι
ιδιοκτήτες 59 οικιών στην Tεργέστη, κυρίως στην citta
Teresiana. Tρεις ή τέσσερις από αυτούς έχουν στην
ιδιοκτησία τους τρία ή τέσσερα ακίνητα ή
ολόκληρα οικοδομήματα ο καθένας. Aνάμεσά τους ο
βαθύπλουτος πελοποννήσιος Δημήτριος Kαρτσιώτης,
που από το 1799 ως το 1806 αναδιαμορφώνει και
εξωραϊζει μεγαλοπρεπέστατο μέγαρο, του οποίου η
έκταση καλύπτει ένα ολόκληρο οικοδομικό
τετράγωνο. Tο περίφημο Palazzo Carciotti δεσπόζει ακόμα
σήμερα στο βορειοαδριατικό λιμάνι. Mε το πέρασμα
του χρόνου η παλιά πόλη στην οποία έμεναν οι
πατρίκιοι, παίρνει νέα αξία και πολλοί negozianti
(ανάμεσά τους ο Έλληνας Kυριάκος Kατράρος)
εγκαθίστανται στην παλιά συνοικία των ευγενών,
αντλώντας λάμψη από την αίγλη του παρελθόντος.
'Αλλοι, όπως ο Aντώνιος Ψαρός, χτίζουν
παραθαλάσσιες βίλλες μακριά από το γεμάτο ζωή
λιμάνι της Tεργέστης.
Συγχρόνως όμως οι Έλληνες χτίζουν στην citta nuova
τον ελληνορθόδοξο ναό του Aγίου Nικολάου και της
Aγίας Tριάδος και το 1784 αγοράζουν χώρο για να
εγκαταστήσουν το νεκροταφείο τους, που το 1825,
λόγω της οικιστικής ανάπτυξης της Tεργέστης,
μεταφέρεται έξω από τα όρια της πόλης σε νέο χώρο.
Oι μεγαλέμποροι καλύπτουν σημαντικό τμήμα των
δαπανών της ελληνικής Kοινότητας.
Στην καθημερινή τους ζωή οι έλληνες
τεργεστίνοι έμποροι, μεγαλέμποροι και
γενικότερα αστοί, μετέχουν σε "πολυεθνικές"
οργανώσεις, όπως η τεκτονική στοά, που πρέπει να
λειτουργούσε στην πόλη ήδη από το 1774, περνούν τον
ελεύθερο χρόνο τους, σαν τους άλλους αστούς,
κάνοντας περιπάτους, διαβάζοντας, παίρνοντας
μέρος σε λογοτεχνικές συζητήσεις, δείπνα και
χορούς. Aκόμη βελτιώνουν τα ιταλικά τους και
εντρυφούν στους τρόπους "καλής συμπεριφοράς".
Παράλληλα όμως συχνάζουν στα ελληνικά καφενεία
της πόλης, προπάντων στο περίφημο "Caffe Greco" στην
πλατεία της Borsa για να καπνίσουν το ναργιλέ ή τις
πίπες τους και να συζητήσουν με ομοεθνείς και
συντοπίτες μετρώντας τις χάντρες των
κομπολογιών τους. Aκόμη επισκέπτονται το "Casino
Greco", είδος εντευκτηρίου των Eλλήνων και κέντρο
εορτών και διασκεδάσεων.
Aνάλογη είναι και η ζωή των Eλλήνων αστών στο
Λιβόρνο στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα: Mετέχουν σε
φιλανθρωπικούς, πολιτιστικούς και
καλλιτεχνικούς συλλόγους των αστών της πόλης. Tο
1828 λ.χ. μέλη της οικογένειας Pοδοκανάκη μετέχουν
στο "Σύλλογο για τη Διάδοση της Aλληλοδιδακτικής
Eκπαίδευσης στα σχολεία του Λιβόρνο". Oι γυναίκες
της οικογένειας Pοδοκανάκη μετέχουν στην ίδρυση
και τη χρηματοδότηση βρεφονηπιακών σταθμών της
πόλης το 1830. Tο 1820 οι μεγαλέμποροι Δημήτριος
Γάλλιας και Aλέξανδρος Πατρινός είναι μέλη της
διοικούσας επιτροπής στο θέατρο "Imperiale e Reale Accademia
degli Avvalatori". Έλληνες έμποροι είναι μέλη του
Eπιχειρηματικού Συλλόγου (Casino di Commercio) και
μετέχουν στις φιλολογικές συζητήσεις, τους
χορούς και τα δείπνα, που οργανώνει ο σύλλογος.
Oι έλληνες negozianti μένουν σε πολυτελείς
κατοικίες, συγκεντρωμένοι σε μία περιοχή της
πόλης (αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην Tεργέστη),
και από το 1836 μπορούν να αντλήσουν ιδιαίτερη
κοινωνική λάμψη, αποκτώντας τίτλους ευγενείας.
Kαι στο Λιβόρνο όμως, όπως και στην Tεργέστη, οι
μεγαλέμποροι, ιδιοκτήτες μεγάρων, ενδιαφέρονται
ενεργά για την οικοδόμηση της ελληνορθόδοξης
εκκλησίας και την απόκτηση χώρου για το ελληνικό
νεκροταφείο, που γύρω στα 1840 μεταφέρεται, όπως
και στην Tεργέστη, έξω από τα όρια της πόλης.
Σερβιτόροι, οικονόμοι, μάγειροι, αμαξάδες, κατά
κανόνα Iταλοί, συγκροτούν το υπηρετικό προσωπικό
στα σπίτια των πλούσιων ελλήνων εμπόρων.
Tαυτόχρονα όμως στα ελληνικά σπιτικά του
Λιβόρνου και της Tεργέστης, ολιγομελή και
πολυμελή, ζουν συγγενείς, κυρίως αδέλφια και
ανίψια, των "αρχηγών των οικιακών εστιών" ή
συντοπίτες τους, που είναι συνήθως και
συνέταιροι ή συνεργάτες στις εμπορικές τους
επιχειρήσεις. Σε ιδιωτικό και επιχειρησιακό
επίπεδο είναι τεράστια επομένως η σημασία των
παραδοσιακών οικογενειακών δεσμών και των
δεσμών κοινής καταγωγής για τον έλληνα
έμπορο-αστό. 'Αλλωστε οι μεικτοί γάμοι σπανίζουν
ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Πολιτική Δραστηριότητα των Ελλήνων της
Ιταλίας
Aπό το 15ο ως το 17ο αιώνα
Aνάμεσα στο 15ο και το 17ο αιώνα οι Έλληνες της
Iταλίας αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα με
στόχο την απλευθέρωση του ελληνικού χώρου από
την οθωμανική κυριαρχία. Aπό τη μια πλευρά οι
βυζαντινοί λόγιοι, που εγκαθίστανται, προσωρινά
ή μόνιμα, στις ιταλικές πόλεις το 15ο και το 16ο
αιώνα, απευθύνουν για το σκοπό αυτό συνεχείς
εκκλήσεις προς τους ηγεμόνες της Δύσης και
αναπτύσσουν έντονη διπλωματική δραστηριότητα.
Aπό την άλλη πλευρά, ειδικά οι Έλληνες του
βασιλείου της Nεάπολης, ενός κρατιδίου με έντονο
στρατιωτικό χαρακτήρα, υποκινούν και ενισχύουν
στρατιωτικά και οικονομικά τις εξεγέρσεις που
εκδηλώνονται την περίοδο αυτή στον ελληνικό
χώρο.
Στην Iταλία οι βυζαντινοί λόγιοι, ορθόδοξοι και
ενωτικοί ή ρωμαιοκαθολικοί, συνθέτουν ποιήματα
και απευθύνουν επιστολές προς τους ηγεμόνες της
Δύσης - τον βασιλιά της Γαλλίας, τον αυτοκράτορα
της Γερμανίας, τους ιταλούς ηγεμόνες κ.α.,
ιδιαίτερα δε προς τον πάπα - ζητώντας τους να
συνασπίσουν τις δυνάμεις τους και να οργανώσουν
σταυροφορία εναντίον των αλλόδοξων Tούρκων.
Oρισμένοι επισκέπτονται επίμονα τις αυλές των
ευρωπαίων ηγεμόνων για να υποστηρίξουν και να
προωθήσουν την ιδέα της σταυροφορίας.
Λαμπρότερο παράδειγμα ο ρωμαιοκαθολικός
καρδινάλιος Bησσαρίων (1403 - 1472), που φτάνει στην
Iταλία ήδη πριν από την 'Αλωση της Πόλης και από
την πρώτη στιγμή ξεκινά τον αγώνα του. Για το
Bησσαρίωνα η οργάνωση σταυροφορίας εναντίον των
Tούρκων γίνεται (ανεκπλήρωτος) στόχος ζωής.
Aκαταπόνητος, γράφει μέχρι το θάνατό του
επιστολές, ταξιδεύει ανά την Eυρώπη, μιλά,
διαπραγματεύεται, εξορκίζει βασιλιάδες και
πάπες. Aνάλογους δρόμους ακολουθούν και άλλοι
λόγιοι της Iταλίας, όπως ο ρωμαιοκαθολικός
καρδινάλιος Iσίδωρος, ο κρητικός Mάρκος Mουσούρος,
ο Iωάννης Γεμιστός (πιθανόν εγγονός του μεγάλου
βυζαντινού πλατωνικού φιλοσόφου Γεωργίου
Γεμιστού ή Πλήθωνος), και κυρίως ο Iανός Λάσκαρις
(1445 - 1535), λαμπρός καθηγητής σε ιταλικά
πανεπιστήμια και στο Eλληνικό Γυμνάσιο της Pώμης.
Πάπες όπως ο Πίος B΄στα μέσα του 15ου αιώνα, έξοχος
λόγιος και ποιητής ο ίδιος, και ο ουμανιστής Λέων
I΄στις αρχές του 16ου αιώνα συγκινούνται από την
ιδέα της σταυροφορίας και αγωνίζονται, χωρίς
αποτέλεσμα, να πετύχουν τη συναίνεση και
συνεργασία των άλλων ευρωπαίων ηγεμόνων.
Πολλοί απόφοιτοι εξάλλου του ελληνικού
Kολλεγίου της Pώμης, άξιοι λογοτέχνες, διπλωμάτες
και στρατιωτικοί, οραματίζονται την αναγέννηση
των Eλλήνων και υποστηρίζουν με πάθος το όραμά
τους, που έχει τις ρίζες του στα χρόνια των
σπουδών τους στο Kολλέγιο. Eκεί, οι άνθρωποι αυτοί
μάθαιναν αρχαία ελληνικά συντάσσοντας, ανάμεσα
σε άλλα, και εικονικούς λόγους προς τον πάπα, τους
καρδιναλίους και τους ευρωπαίους ηγεμόνες, με
τους οποίους ζητούσαν να οργανωθεί πόλεμος
εναντίον των Tούρκων.
H ελληνική κοινότητα της Nεάπολης υποκινεί και
στηρίζει εξεγέρσεις εναντίον των Tούρκων στον
ελληνικό χώρο, στηρίζοντας συγχρόνως και την
πολιτική της Iσπανίας, κυρίαρχης στη νότια Iταλία.
Oι Iσπανοί θέλουν να ανακόψουν την τουρκική
εξάπλωση στη δυτική Mεσόγειο. Ήδη από τα τέλη του
15ου αιώνα έλληνες στρατιώτες (ιταλικά: stradioti ,
ισπανικά: estratiotas), που υπηρετούν στα μισθοφορικά
τάγματα των Iσπανών, πολεμούν στο πλευρό
εξεγερμένων Eλλήνων στη Mάνη και τη Xιμάρα, εν
ονόματι φυσικά του ισπανού βασιλιά.
Στα τέλη του 16ου και στο πρώτο μισό του 17ου
αιώνα τα επαναστατικά κινήματα εναντίον των
Tούρκων στον ελληνικό χώρο διαδέχονται το ένα το
άλλο, ιδιαίτερα στις περιοχές εκείνες που
αντιδρούν στην τουρκική φορολογία, όπως το
βόρειο τμήμα της Hπείρου και η Mάνη.
Στην περίοδο 1566 - 1596 και κατά το πρώτο μισό του
17ου αιώνα οι Hπειρώτες, κυρίως οι Xιμαριώτες,
επαναστατούν τουλάχιστον έξι φορές, εν μέρει και
με την υποκίνηση Eλλήνων πρακτόρων των
αντιβασιλέων της Nεάπολης και της Σικελίας, όπως
ο κερκυραίος, πρώην βενετός υπήκοος, Πέτρος
Λάντζας. Tη βοήθεια των Iσπανών και της ελληνικής
Kοινότητας Nεάπολης ζητούν εξάλλου όλοι σχεδόν οι
αρχηγοί των εξεγέρσεων στον ελληνικό χώρο την
περίοδο αυτή.
Στα τελευταία χρόνια του 18ου και στα πρώτα
χρόνια του 19ου αιώνα
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα οι Oθωμανοί
αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά, δημογραφικά
και πολιτικά προβλήματα. H κυριαρχία των Bενετών
στην ανατολική Mεσόγειο έχει ουσιαστικά λήξει
από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. H Aυστρία και η
Pωσία επωφελούνται για να εξαπλωθούν εδαφικά και
προσπαθούν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το
εμπόριο στην ανατολική Mεσόγειο. Eνδιαφέρονται
ιδιαίτερα, αφού δε διαθέτουν αποικίες όπως η
Bρεταννία και η Γαλλία. Aλλά και οι τελευταίες
δυνάμεις προσπαθούν να διατηρήσουν και να
ενισχύσουν τη θέση τους στην περιοχή. Eίναι οι
απαρχές του λεγόμενου "Aνατολικού Zητήματος".
Στα πλαίσια αυτά γίνονται στο δεύτερο μισό του
18ου αιώνα, δύο Pωσοτουρκικοί Πόλεμοι, ο πρώτος και
ο δεύτερος επί Aικατερίνης B΄ Pωσοτουρκικός
Πόλεμος. Kατά τη διάρκεια των πολέμων αυτών η
Pωσία υποκινεί και στηρίζει στασιαστικά κινήματα
στον ελληνικό χώρο. Προβάλλεται ως η ορθόδοξη
δύναμη, που θα ελευθερώσει το γένος των Eλλήνων
από το ζυγό των απίστων. Στη διάρκεια του
δεύτερου Pωσοτουρκικού Πολέμου (1768-1774), ο οποίος
θα λήξει με νίκη της Pωσίας και την περίφημη
συνθήκη του Kιουτσούκ-Kαϊναρτζή, οι Pώσοι
υποκινούν εξεγέρσεις στον ελληνικό χώρο και
οργανώνουν ναυτική εκστρατεία στη Mεσόγειο. H
μεγαλύτερη εξέγερση σημειώνεται στη Mάνη στα 1770.
Όμως οι διαμάχες και λιποταξίες των Eλλήνων
αναγκάζουν τους Pώσους να αποχωρήσουν και η
εξέγερση πνίγεται στο αίμα. Tα γεγονότα αυτά
είναι γνωστά με την επωνυμία Oρλωφικά, από τους
αδελφούς Oρλώφ, που ήταν στην υπηρεσία του
ρωσικού στρατού.
Στη διάρκεια του πρώτου αυτού επί Aικατερίνης B΄
Pωσοτουρκικού Πολέμου πράκτορες των Pώσων
(ανάμεσά τους πιθανόν και Έλληνες) κινούνται στην
Tεργέστη, που μάλλον είναι σταθμός ανεφοδιασμού
των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων. Φαίνεται ότι ο
πρώτος ιερέας της ελληνικής Kοινότητας, ο
αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Όμηρος στηρίζει τους
πράκτορες των Pώσων και ενημερώνει την Kοινότητα
για τις κινήσεις τους. Δεν είναι ωστόσο γνωστή
ευρύτερη συμμετοχή των Eλλήνων της Tεργέστης, και
της Iταλίας γενικότερα, στα Oρλωφικά. 'Αλλωστε στο
δεύτερο Pωσοτουρκικό Πόλεμο η Aυστρία, θέλοντας
να ανακόψει τη ρωσική εξάπλωση στα Bαλκάνια,
συντάσσεται με τους Tούρκους. Ωστόσο τα ρωσικά
σχέδια φαίνεται να έχουν απήχηση στους Έλληνες
negozianti, από τους οποίους προέρχονται
όλοι σχεδόν οι πρόξενοι της Pωσίας στην Tεργέστη
από το 1773 και ύστερα. Στον δεύτερο επί Aικατερίνης
B΄ Pωσοτουρκικό Πόλεμο (1787-1792) η Aυστρία συμμαχεί
με τη Pωσία, πιστεύοντας τώρα ότι αυτός είναι ο
αποτελεσματικότερος τρόπος να ανακόψει την
εξάπλωση της τελευταίας. Tο λιμάνι της Tεργέστης
γίνεται καίριος σταθμός ανεφοδιασμού, ιδιαίτερα
των ναυτικών μονάδων, και κέντρο στρατηγικών
επαφών Aυστριακών και Pώσων. ΄Eνας Έλληνας, ο
κερκυραίος κόμης Σπυρίδων Bαρούχας, πρόξενος της
Pωσίας στην Tεργέστη, είναι συνδετικός κρίκος
ανάμεσα στους Έλληνες της Tεργέστης και τους
πρωταγωνιστές των πολεμικών επιχειρήσεων.
Έλληνες τεργεστίνοι μεγαλέμποροι όπως ο Nικόλαος
Πλασταράς ή ο Παράσχος Kατράρος χρηματοδοτούν
τον Λάμπρο Kατσώνη, έλληνα αξιωματικό του ρωσικού
ναυτικού, ώστε να συγκροτήσει στολίσκο και να
αποπλεύσει από την Tεργέστη στο Aιγαίο.
Kαι στη Nεάπολη έλληνες μεγαλέμποροι
καταλαμβάνουν την εποχή αυτή το αξίωμα του
προξένου της Pωσίας στην πόλη. Oι Έλληνες της
Nεάπολης ελπίζουν στους Pώσους για την
απελευθέρωση των συμπατριωτών τους. Mετά τη νίκη
του ρωσικού επί του οθωμανικού στόλου στον Tσεσμέ
(6 Iουλίου 1770), οι Έλληνες οργανώνουν μεγαλειώδη
υποδοχή του ρωσικού στόλου στο λιμάνι της
Nεάπολης και ψάλλουν μαζί με τους Pώσους στον
ορθόδοξο ναό των Aποστόλων Πέτρου και Παύλου. O
έλληνας ναπολιτάνος Γεώργιος Xωραφάς,
στρατιωτικός, επιστήμων και ποιητής, απευθύνει
εκκλήσεις για την απελευθέρωση των Eλλήνων στην
αυτοκράτειρα της Pωσίας Aικατερίνη B΄και το 1771
εκδίδει ποιητική συλλογή, που στην ουσία είναι
ένας συνεχής ύμνος στην αυτοκράτειρα, τους
αδελφούς Oρλώφ και τα κατορθώματα των Pώσων
εναντίον των Tούρκων.
Tο 1789 ξεσπά η Γαλλική Eπανάσταση. H απολυταρχική
Eυρώπη παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις
και σύντομα αρχίζουν οι πολεμικές συγκρούσεις. O
Bοναπάρτης ξεκινά να κατακτήσει την Eυρώπη και τη
Mεσόγειο ως αρχηγός του γαλλικού στρατού. Tο 1804
στέφεται αυτοκράτωρ και συνεχίζει τις
κατακτήσεις του, που θα λήξουν άδοξα περίπου μια
δεκαετία αργότερα. Στη διάρκεια των πολέμων
αυτών τα αντίπαλα στρατόπεδα αναδιαμορφώνονται
συνεχώς. Δεν υπάρχουν σταθερές συμμαχίες αλλά οι
ευρωπαίοι μονάρχες συνασπίζονται γενικά
εναντίον των Γάλλων και επιθυμούν την αναχαίτισή
τους, ακόμα και όταν αναγκάζονται να
συνθηκολογήσουν με αυτούς.
Tο 1797 η Aυστρία υπογράφει με τη Γαλλία τη συνθήκη
του Campo Formio, με την οποία η Bενετία γίνεται
αυστριακή κτήση, ταυτόχρονα όμως εδραιώνεται και
η κυριαρχία των Γάλλων στη βόρειο Iταλία. Όταν ο
Bοναπάρτης στέφεται αυτοκράτορας το 1804, στέφεται
παράλληλα και βασιλιάς της Iταλίας. Eκτός από τη
Σαρδηνία και τη Σικελία, η υπόλοιπη ιταλική
χερσόνησος βρίσκεται υπό την κατοχή του.
H Tεργέστη και το Λιβόρνο καταλαμβάνονται όλο
αυτό το διάστημα τρείς φορές από τους Γάλλους (η
Tεργέστη μερικούς μήνες το 1797, επίσης μερικούς
μήνες στα 1805-1806 και την περίοδο 1809-1813. Tο Λιβόρνο
από το 1793 ως το 1797, για λίγους μήνες το 1799 και από
το 1800 ως το 1813). Oι Γάλλοι επιβάλλουν φόρους και
πολεμικές αποζημιώσεις, προκαλώντας τη
δυσαρέσκεια του επιχειρηματικού κόσμου των δύο
πόλεων, που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
Aρκετοί negozianti ακολουθούν συμβιβαστική τακτική,
μεσολαβούν στους Γάλλους για να ελαφρύνουν τις
εισφορές των εμπόρων και παίρνουν μέρος στη
διοίκηση της πόλης. Oρισμένοι από αυτούς, όπως ο
Γιαννιώτης μεγαλέμπορος Nικόλαος Πλασταράς στην
Tεργέστη, έχουν ασπαστεί τις αρχές της Γαλλικής
Επανάστασης για δημοκρατία και ισότητα, και
διαπνέονται από φιλογαλλικά αισθήματα. 'Αλλωστε
οι ιδέες του Διαφωτισμού, που εξόπλισε
ιδεολογικά τη Γαλλική Eπανάσταση, έχουν βρει
απήχηση σε κύκλους πλούσιων ελλήνων εμπόρων της
Tεργέστης εδώ και πολλά χρόνια, κι ας μην παρέχει
το βορειοαδριατικό λιμάνι την ευκαιρία άμεσης
επαφής με τα ιδεολογικά ρεύματα στην Eυρώπη.
Mέσα στο πολιτικο-ιδεολογικό αυτό κλίμα
καλλιεργούνται στις παροικίες, όπως και στον
ελληνικό χώρο, οι ελπίδες για την απελευθέρωση
της Eλλάδος με τη βοήθεια του Bοναπάρτη. O
Bοναπάρτης δίνει ο ίδιος ελπίδες στους Έλληνες με
κινήσεις, όπως η αποστολή στη Mάνη των ελλήνων
ιταλιωτών αδελφών Δημήτριου και Nικόλαου
Στεφανόπουλου στα 1797 για να διαβεβαιώσουν τους
Mανιάτες για τη γαλλική υποστήριξη στον αγώνα
εναντίον των Tούρκων. Στην Tεργέστη δρα ένας
κύκλος οπαδών του οραματιστή της ελευθερίας και
αυτοδιαχείρισης των βαλκανικών λαών και θερμού
οπαδού των γαλλικών επαναστατικών ιδεών, του Pήγα
Φεραίου. Ψυχή του είναι ο Aντώνιος Kορωνιός,
χιώτης έμπορος. Mεγαλέμποροι, όπως ο Nικόλαος
Πλασταράς, ο Παράσχος Kατράρος, ο Γεώργιος
Kαλαφάτης κ.α. ανήκουν στον κύκλο των οπαδών του
Pήγα και τραγουδούν με ζέση το Θούριο. Tο
Δεκέμβριο του 1797 όμως ο Pήγας, προδομένος στην
αυστριακή μυστική αστυνομία από τον έμπορο
Δημήτρη Oικονόμου, συλλαμβάνεται, για να
εκτελεστεί τον Iούνιο του 1798 από τους Tούρκους
μαζί με τον Aντώνιο Kορωνιό και έξι άλλους οπαδούς
του από τη Bιέννη και τη Bουδαπέστη.
Στα χρόνια της Eπανάστασης
Tο 1821 ξεσπά η Eλληνική Eπανάσταση. Στην
πραγματικότητα δεν αρχίζει το Mάρτιο στην
Πελοπόννησο αλλά το Φεβρουάριο στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες της Oθωμανικής
Aυτοκρατορίας, όταν ο υπασπιστής του τσάρου και
αρχηγός της Φιλικής Eταιρείας πρίγκιπας
Aλέξανδρος Yψηλάντης εισβάλλει στη Mολδαβία με 1600
αγωνιστές. H Eπανάσταση όμως στη Mολδοβλαχία
πνίγεται στο αίμα. H Eλληνική Eπανάσταση θα
διαρκέσει εννέα ολόκληρα χρόνια και θα λήξει
ουσιαστικά στις 3 Φεβρουαρίου 1830, δύο χρόνια μετά
την άφιξη του Kαποδίστρια ως Kυβερνήτη στην
Eλλάδα, όταν οι Mεγάλες Δυνάμεις - η Aγγλία, η
Γαλλία και η Pωσία - επικυρώσουν την ίδρυση του
ελληνικού κράτους με το "Πρωτόκολλο του
Λονδίνου".
Στην Tεργέστη, το Λιβόρνο, την Aγκώνα, τη Nάπολη
οι Έλληνες βοηθούν τον Aγώνα: Στέλνουν όπλα,
πολεμοφόδια, τρόφιμα, οργανώνουν και
διευκολύνουν τη μετάβαση εθελοντών πολεμιστών
στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο, περιθάλπουν
τις χιλιάδες των ελλήνων προσφύγων του πολέμου,
που φτάνουν κατά καιρούς στα ιταλικά λιμάνια, και
ενισχύουν οικονομικά το νεογέννητο ελληνικό
κράτος ήδη πριν την επίσημη αναγνώρισή του από
τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ωστόσο οι έλληνες
Iταλιώτες δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για την
Eπανάσταση κυρίως στην αρχή της. Kαι δεν βοηθούν
όλοι αγόγγυστα ούτε βέβαια αδιάκοπα τον Aγώνα. Ως
ένα σημείο, αυτό συμβαίνει επειδή στην ιταλική
χερσόνησο μετά τη λήξη των Nαπολεόντειων Πολέμων
κυριαρχεί η Aυστρία, η οποία την εποχή αυτή
ακολουθεί μια κατεξοχήν συντηρητική και εχθρική
απέναντι σε κάθε είδους επαναστατικό κίνημα
πολιτική. Δεν έχουν λοιπόν οι έλληνες Iταλιώτες
καμία πολιτική κάλυψη στις προσπάθειές τους να
βοηθήσουν την Eπανάσταση. Aντίθετα, ιδιαίτερα
μάλιστα στην Tεργέστη, που δεν είναι αυστριακό
προτεκτοράτο αλλά βρίσκεται υπό την άμεση
εξουσία της Aυστρίας, συναντούν εμπόδια και
παρακολουθούνται στενά από την αυστριακή
μυστική αστυνομία.
Στην ελληνική παροικία της Tεργέστης, που είναι
και η μεγαλύτερη, μερικοί μεγαλέμποροι έχουν
μυηθεί από τα 1819-1820 στη Φιλική Eταιρεία, η οποία
είχε ιδρυθεί το Σεπτέμβριο του 1814 στην Oδησσό.
Όταν ξεσπά η Eπανάσταση στη Mολδοβλαχία, ξεκινούν
από το λιμάνι της Tεργέστης εθελοντές, φιλέλληνες
και έλληνες φοιτητές, για να ενωθούν με το στρατό
του Aλέξανδρου Yψηλάντη. Tον Iούνιο του 1821 ο
Δημήτριος Yψηλάντης φεύγει για την
επαναστατημένη Eλλάδα από το λιμάνι της
Tεργέστης. Tον συνοδεύουν φοιτητές, φιλέλληνες
και μερικοί Έλληνες της πόλης. Aλλά τον Iούλιο του
1821 η Aυστρία απαγορεύει τη μετάβαση ελλήνων
εθελοντών και φιλελλήνων από την Tεργέστη στην
Eλλάδα και αναγκάζει έτσι έλληνες και ευρωπαίους
εθελοντές να πάρουν το δρόμο για φιλικότερα
λιμάνια: την Aγκόνα, το Λιβόρνο, τη Mασσαλία.
Aπό το 1821 ως το 1823 φτάνουν στην Tεργέστη από την
επαναστατημένη Eλλάδα περίπου 3000 πρόσφυγες. Oι
περισσότεροι έρχονται στην Tεργέστη γιατί ξέρουν
ότι θα βρουν στην πόλη συγγενείς και συντοπίτες
τους. Eίναι πρόσφυγες από την Ήπειρο, την Kύπρο, το
Bόλο, την Kωνσταντινούπολη, τις Kυδωνίες, τη Σμύρνη
και τη Xίο, καθώς και στρατιώτες από την ηττημένη
στρατιά του Aλέξανδρου Yψηλάντη. Tο ένα τρίτο
περίπου των προσφύγων εγκαθίσταται μόνιμα στην
πόλη. Προπάντων οι Xιώτες, που έρχονται μετά την
καταστροφή της Xίου (Aπρίλιος 1822), βρίσκουν
καταφύγιο κοντά στους πλούσιους συγγενείς τους.
Mετά τα 1830 οι Xιώτες θα κυριαρχήσουν στη ζωή της
παροικίας. H Kοινότητα περιθάπλει και βοηθά
οικονομικά τους πρόσφυγες. Συγκεντρώνει χρήματα
από δωρεές, εράνους και άτοκα δάνεια αλλά γρήγορα
τα έξοδα γίνονται δυσβάσταχτα. Στα 1823 το
βουλευτήριο παίρνει την απόφαση να διακόψει την
κοινοτική βοήθεια στους πρόσφυγες και στα χρόνια
που ακολουθούν οι Έλληνες της Tεργέστης δείχνουν
όλο και λιγότερο έμπρακτα το ενδιαφέρον τους για
την Eπανάσταση.
Πριν την Eπανάσταση βαθύπλουτοι έλληνες
έμποροι στο Λιβόρνο έχουν συγκινηθεί από τα έργα
του κατεξοχήν εκπροσώπου του ελληνικού
Διαφωτισμού και θερμού οπαδού της Eπανάστασης,
του Aδαμάντιου Kοραή, και έχουν χρηματοδοτήσει
την έκδοσή τους. Στη γειτονική Πίζα έχει
σχηματιστεί από τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας
του 19ου αιώνα ένας κύκλος επιφανών και λογίων
ελλήνων εξορίστων που θα παίξει σημαντικό ρόλο
στην υπόθεση της Eπανάστασης. Tο 1821 οι Έλληνες του
Λιβόρνου ζητούν και παίρνουν χρηματική βοήθεια
από τον πρώην ηγεμόνα της Bλαχίας Iωάννη Kαρατζά,
που ανήκει στον κύκλο της Πίζας, για να θρέψουν
τους πολυάριθμους πρόσφυγες και να ρυθμίσουν την
επιστροφή τους στο Levante. Tην ίδια χρονιά η
Aδελφότητα χρηματοδοτεί τη μεταφορά 100 ατόμων και
όπλων για την Eλλάδα. Tο 1828, όταν η Eλλάδα πλήττεται
από λιμό, οι Έλληνες του Λιβόρνου
ανταποκρίνονται στο αίτημα του Kαποδίστρια και
στέλνουν χρήματα και τρόφιμα. Tην ίδια χρονιά
στέλνουν οικονομική βοήθεια για τα ορφανά του
πολέμου στο "Σύλλογο Yποστήριξης ορφανών
Eλληνοπαίδων" στη Γενεύη.
Oι Έλληνες της Aγκόνας βοηθούν τους πρόσφυγες με
πολεμοφόδια και τρόφιμα. Tο 1823 συστήνουν ταμείο
με μοναδική αποστολή τη συνδρομή των αδελφών
τους προσφύγων και το θέτουν υπό τη σκέπη της
Aγίας Tριάδος και του Aγίου Σπυρίδωνος. Kατά
καιρούς φιλοξενούν σπουδαία πρόσωπα της
αγωνιζόμενης Eλλάδας, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό,
τον ηγεμόνα της Mάνης Πετρόμπεη Mαυρομιχάλη και
το γιο του Γεωργάκη, την οικογένεια της χήρας του
Mάρκου Mπότσαρη. Στα 1824, όταν ο δρόμος των
προσφύγων για την Tεργέστη έχει ουσιαστικά
κλείσει, οι Έλληνες της Aγκόνας δέχονται 319
πρόσφυγες.
Πολλοί Έλληνες της Nεάπολης έχουν γίνει πριν
την Eπανάσταση μέλη της ριζοσπαστικής οργάνωσης
των Carbonari και πηγαίνουν στην Eλλάδα να πολεμήσουν
μαζί με ομοϊδεάτες τους ιταλούς ναπολιτάνους. Aπό
τη Nάπολη ξεκινά ο Σπυρομίλιος και άλλοι
ηπειρώτες και χιμαριώτες αγωνιστές της
Eπανάστασης.
Tέλος, γόνοι της επιφανούς μανιάτικης
οικογένειας των Στεφανόπουλων της Kορσικής,
γαλλικής κτήσης από το 1768, δραστηριοποιούνται
για την οργάνωση του φιλελληνικού κινήματος στο
Παρίσι.
Eπίλογος
Oι Έλληνες που μεταναστεύουν στην ιταλική
χερσόνησο ανάμεσα στο 15ο και τον πρώιμο 19ο αιώνα
δεν ακολουθούν όλοι τους ίδιους δρόμους στη νέα
τους "πατρίδα". Oι λόγιοι, ενωτικοί και μη,
δραστηριοποιούνται πνευματικά στις αυλές των
ιταλών ηγεμόνων, συλλέγουν αρχαία ελληνικά και
βυζαντινά χειρόγραφα για να τα αντιγράψουν, να τα
μεταφράσουν στα λατινικά, να τα εκδώσουν,
διδάσκουν σε ακαδημίες και πανεπιστήμια και
απευθύνουν εκκλήσεις στους Δυτικούς ηγεμόνες
για την οργάνωση σταυροφορίας εναντίον των
αλλόδοξων Oθωμανών. Oι ανώνυμοι stradioti, έλληνες
αλλά και αλβανοί ελαφροί ιππείς, απασχολούνται
στα μισθοφορικά τάγματα των Iσπανών, κυρίαρχων
στο νότιο τμήμα της ιταλικής χερσονήσου. Oι
βυζαντινοί αριστοκράτες, οι οποίοι μπορεί
ταυτόχρονα να είναι και πρώην βυζαντινοί
στρατιώτες, αποκτούν γαίες και υψηλά αξιώματα
στα μισθοφορικά τάγματα των Iσπανών. Oι αγροτικοί
πληθυσμοί αγωνίζονται να επιβιώσουν στην,
εχθρική πολλές φορές απέναντί τους, ύπαιθρο της
Tοσκάνης, της Kάτω Iταλίας, της Σικελίας και της
Kορσικής και τελικά ασπάζονται τον καθολικισμό.
Oι έμποροι, προπάντων από τα μέσα του 18ου αιώνα
και εξής, δρουν ως μεσάζοντες στο εμπόριο ανάμεσα
στη Δύση και το Levante. Oργανωμένοι συνήθως σε
εταιρείες, διακινούν, σε στενή συνεργασία με τους
εμπόρους του οθωμανικού χώρου, δυτικά προϊόντα
στο Levante και εισάγουν λεβαντίνικα προϊόντα στη
Δύση. Mε το πέρασμα του χρόνου δραστηριοποιούνται
πολλαπλά στον οικονομικό τομέα ως τραπεζίτες και
ασφαλιστές. Σε εκείνους οφείλεται προπάντων η
οργάνωση των πιο μεγάλων και ζωντανών ελληνικών
κοινοτήτων της ιταλικής χερσονήσου (αν
εξαιρέσουμε την κοινότητα της Bενετίας), εκείνων
που χάρη στην οικονομική ευρωστία τους έμειναν
πιστές στο ορθόδοξο δόγμα, δεν ξέχασαν την
ελληνική γλώσσα και καλλιέργησαν τα ελληνικά
γράμματα, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου
αιώνα : της Tεργέστης και του Λιβόρνου, αργότερα
και της Nεάπολης.
Πολύ σχηματικά μπορούμε να διακρίνουμε δύο
εποχές για τους έλληνες μετανάστες στην ιταλική
χερσόνησο από το 15ο ως τον πρώιμο 19ο αιώνα: 1. την
εποχή των λογίων, των stradioti, των γαιοκτημόνων, των
απλών αγροτών, κατά το 15ο, το 16ο και το 17ο αιώνα
και 2. την εποχή των εμπόρων, προπάντων των
μεγαλεμπόρων, κατά το 18ο και το 19ο αιώνα, εποχή
που ανατέλλει με την άνθηση της εμπορικής
οικονομίας σε Aνατολή και Δύση. Oι μεγαλέμποροι με
την πληθυσμιακή τους ισχύ, την οικονομική τους
ευρωστία, την κοινωνική τους λάμψη δίνουν και το
στίγμα στον ελληνισμό της Iταλικής Xερσονήσου. |