Το στοιχείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι
χαρακτηρίζει τη μετανάστευση των Ελλήνων προς
τις τέσσερις χώρες που εξετάζουμε, είναι ότι αυτή
πήρε συστηματική και οργανωμένη μόρφη μέσα στο
18ο αιώνα και ιδιαιτέρως στο δεύτερο μισό του ενώ
στις δύο απ'αυτές, τη Γαλλία και την Αγγλία, οι
ελληνικές παροικίες γνώρισαν τη μεγαλύτερη
άνθηση τους μέσα στο 19ο αιώνα. Αν εξαιρέσουμε
δηλαδή την περίπτωση της μετακίνησης των λογίων
και των μελών των βυζαντινών αριστοκρατικών
οικογενειών στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας
καθώς και τις περιορισμένης έκτασης και συχνά
περιστασιακής μορφής εγκαταστάσεις εμπόρων και
στρατιωτικών τους προηγούμενους αιώνες, μόνο
μέσα στο 18ο και 19ο αιώνα μπορούμε να μιλάμε για
οριστική εδραίωση των ελλήνων μεταναστών σ'αυτές
τις χώρες και σύνδεση των συμφερόντων τους με
εκείνα των τόπων εγκατάστασής τους. Η διασπορά
των Ελλήνων κατά τη δεύτερη αυτή φάση, όπως
ονομάζουμε την περίοδο από το 17ο αιώνα και εξής,
θα πρέπει να ενταχθεί στο πλέγμα επιρροής
πολλαπλών παραγόντων που έδρασαν προς αυτή την
κατεύθυνση. Κατά το 18ο αιώνα η διεθνής οικονομία
εισήλθε σε μια ιδιαίτερη αναπτυξιακή φάση, ο
ρυθμός ανάπτυξης του καπιταλισμού στη δυτική
Ευρώπη εντάθηκε οδηγώντας στην αύξηση του
εμπορίου μεταξύ αυτής και της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Οι έμποροι ιδιαιτέρως της
Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας
ενδιαφέρονταν έντονα για τα αγροτικά προιόντα
της οθωμανικής Ανατολής τα οποία χρησίμευαν σαν
πρώτη ύλη στις βιομηχανίες τους.
Σαν αποτέλεσμα αυτού του ενδιαφέροντος ήρθε η
συστηματική εγκατάσταση ευρωπαίων εμπόρων στα
μεγάλα οθωμανικά λιμάνια και η διεξαγωγή του
εξωτερικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας κυρίως
απ'αυτούς. Σ'αυτή τη διαδικασία συχνά υπήρξε
απαραίτητη η χρησιμοποίηση ελλήνων οθωμανών
υπηκόων (ως δραγουμάνων, οδηγών, πρακτόρων) οι
οποίοι τέθηκαν υπό την προστασία των ξένων
δυνάμεων και έδρασαν για λογαριασμό τους,
αποκομίζοντας όμως και οι ίδιοι σημαντικά ωφέλη.
Μαθήτευσαν στις νέες εμπορικές τεχνικές,
διεύρυναν τους ορίζοντες των οικονομικών τους
δραστηριοτήτων, εξοικειώθηκαν με καινούρια
πρότυπα οργάνωσης επιχειρήσεων αλλά και
σύμπηξης εμπορικών πυρήνων σε ξένο περιβάλλον.
Οι ελληνες έμποροι επωφελήθηκαν επίσης από την
επέκταση του συστήματος των τσιφλικιών που
ενίσχυσε την εντατική μονοκαλλιέργεια των πολύ
επικερδών εμπορεύσιμων προιόντων (π.χ. βαμβάκι),
από την παρακμή του εμπορίου των ανατολικών
επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και
από την οικονομική και πολιτική επιρροή που
απέκτησε η τάξη των Φαναριωτών στην οθωμανική
διοικητική μηχανή. Ο παράγοντας όμως που
κυριολεκτικά απογείωσε τις ελληνικές εμπορικές
επιχειρήσεις είναι η επιτυχής εκμετάλλευση του
ανταγωνισμού των ευρωπαικών δυνάμεων. Οι
συνεχείς ευρωπαικές συγκρούσεις ( ο πόλεμος για
την αυστριακή διαδοχή, ο Επταετής Πόλεμος κ.λ.π.)
είχαν καταστρεπτικές συνέπειες ιδιαίτερα για
τους Γάλλους αλλά και για τους Ολλανδούς
εμπόρους οι οποίοι αποτραβήχθηκαν σε μεγάλο
βαθμό από τις βάσεις τους στην Ανατολή και
αντικαταστάθηκαν από Ελληνες. Εκμεταλλευόμενοι
οι τελευταίοι την ουδετερότητα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας απέναντι στους εμπολέμους,
κυριάρχησαν στις θάλασσες της ανατολικής
Μεσογείου και άγγιξαν μια τέτοια οικονομική
ευρωστία που τους επέτρεψε να επεκτείνουν πιο
συστηματικά τις δραστηριότητες τους στη δυτική
Ευρώπη όπου άρχισαν να ιδρύουν συνεχώς νέα
υποκαταστήματα.
Ετσι μετά τα μέσα του 18ου αιώνα οι πρώην
υπάλληλοι των ξένων εμπορικών οίκων
ανεξαρτητοποιήθηκαν και δρούσαν πλέον αυτόνομα
ως μεγαλέμποροι του εξωτερικού. Παράλληλα βέβαια
με τους πρώην μαθητευόμενους και διάφοροι
παραγωγοί των κέντρων της υπαίθρου, οι οποίοι
ακολουθώντας τη ροή των προιόντων τους έφτασαν
στις μεγάλες εμπορικές πόλεις της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, επέκτειναν τις επιχειρήσεις τους
με τη βοήθεια των πιστώσεων των ξένων εμπόρων
αλλά και μιμούμενοι το πρότυπο των τελευταίων. Η
εξαγωγή απετέλεσε σημαντική διέξοδο για τις νέες
βελτιωμένες επιχειρήσεις τους εξ αιτίας του
περιορισμένου και κατατμημένου χαρακτήρα της
τοπικής αγοράς. Η ίδρυση υποκαταστημάτων στο
εξωτερικό και η μετανάστευση ελλήνων εμπόρων
εκεί απετέλεσε μια οικονομική ενέργεια που
απέβλεπε στον αποτελεσματικότερο έλεγχο των
ξένων αγορών και πιστώσεων.
Επιπλέον, κάποιες φορές, προβλήματα
δημιουργούσαν στα μέλη της νεόκοπης ελληνικής
εμπορικής τάξης, ορισμένα χαρακτηριστικά του
οθωμανικού συστήματος (η συντεχνιακή οργάνωση
που αποτελούσε τροχοπέδη στην ελεύθερη
οικονομία, η νομισματική αναρχία, η αυθαίρετη και
παράλογη φορολόγηση, η διοικητική αστάθεια, η
ανασφάλεια που δημιουργούσε στα άτομα με
περιουσία η απληστία των οθωμανικών διοικητικών
υπαλλήλων κ.λ.π.). Ολοι αυτοί οι παράγοντες συχνά
αποτελούσαν ένα ακόμα κίνητρο για τη μεταφορά
και επένδυση σημαντικού τμήματος των κεφαλαίων
τους στο εξωτερικό.
Δημιουργήθηκαν έτσι μετα τα μέσα του 18ου αιώνα
ισχυρά ελληνικά εμπορικά δίκτυα που τα
υποκαταστήματα τους συχνά περιέκλειαν ολόκληρη
τη Μεσόγειο. |