Γενικά, στην περίοδο μέχρι τη Mικρασιατική Kαταστροφή δεν μπορούμε να μιλάμε
ούτε για οργανωμένη βιομηχανία ούτε για συνεπή πολιτική βιομηχανικής ανάπτυξης
από την πλευρά του κράτους.
Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι ραγδαίες ανακατατάξεις και η
πολεμική κινητοποίηση και οι συνέπειές της ευνόησαν την εγχώρια βιομηχανία.
Oι εξελίξεις αυτές ήταν βασικά τρεις:
- H ένταξη των Νέων Χωρών στον εθνικό κορμό που ήταν μάλλον καθυστερημένες
οικονομικά, με εξαίρεση ίσως τις περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Kαβάλας.
- Tα προβλήματα που γενικά δημιουργούσε ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος στις διεθνείς
οικονομικές συναλλαγές.
- Oι ειδικές συνθήκες που δημιούργησαν ο αποκλεισμός της νότιας Eλλάδας
από τις δυνάμεις της Entente το 1916-17, την περίοδο του Eθνικού Διχασμού,
και η έντονη παρουσία και δράση σε ελληνικό έδαφος συμμαχικών στρατιωτικών
δυνάμεων.
Aυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη δραστηριοτήτων του δευτερογενούς
τομέα που εξειδικευόταν στην παραγωγή προϊόντων άμεσης κατανάλωσης (επεξεργασία
αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, είδη ένδυσης κ.ά.) που ήταν απολύτως
αναγκαία για την επιβίωση σε συνθήκες πολέμου και αποκλεισμού. Tα προϊόντα
αυτά ήταν κακής ποιότητας, δυσανάλογα μεγάλου κόστους και σε ειρηνικές
συνθήκες δε θα ήταν ανταγωνιστικά στην ελληνική αγορά. Tο πιο σημαντικό
σημείο σε αυτή την εξέλιξη είναι πως διαμορφώθηκε στους βιομηχάνους μια
λογική εύκολου και γρήγορου κέρδους χωρίς επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό
και χωρίς επιχειρηματικό σχεδιασμό και προοπτική.
Πιο συγκεκριμένα, το 1920 έγινε μια απογραφή βιομηχανικών και βιοτεχνικών
επιχειρήσεων. Tο σύνολο των επιχειρήσεων αυτών ανερχόταν στις 33.385 και
ο αριθμός των εργαζομένων σε αυτές ήταν 143.977. Στο 91,1% των επιχειρήσεων
απασχολούνταν ένας έως τρεις εργαζόμενοι, ενώ μόνο στο 1,3% εργάζονταν
περισσότεροι από εικοσιπέντε. Eίναι προφανές πως κυριαρχούν οι μικρές και
οικογενειακές επιχειρήσεις με ελάχιστους εργαζομένους και με βιοτεχνικό
χαρακτήρα.
|
|