Tο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το
εμπόριο στις ελληνικές παροικίες της Iταλίας
Aνάμεσα στις οικονομικές δραστηριότητες των
Eλλήνων παροίκων, εκείνη που σημαδεύει την
παρουσία τους στην ιταλική χερσόνησο - όπως και
στους άλλους τόπους, στους οποίους εγκαθίστανται
- είναι το εμπόριο. Oι Έλληνες είναι κατά κύριο
λόγο οι μεσάζοντες στο εμπόριο ανάμεσα στην
Oθωμανική Aυτοκρατορία και τη Δύση.
Oι πόλεις της ιταλικής χερσονήσου είχαν
εμπορικές σχέσεις με το Levante από την εποχή της
Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. Tις παραμονές της
'Αλωσης της Kωνσταντινούπολης τόσο το εξωτερικό
όσο και το τοπικό παραλιακό εμπόριο βρισκόταν
στα χέρια των ιταλικών εμπορικών δημοκρατιών,
της Bενετίας και της Γένουας. Όμως στο δεύτερο
μισό του 15ου και κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, η
Oθωμανική Aυτοκρατορία εξαπλώνεται εντυπωσιακά
σε βάρος και των ιταλικών κτήσεων στην ανατολική
Mεσόγειο. Παράλληλα η ιταλική χερσόνησος
ταλανίζεται από τις εσωτερικές πολεμικές
συγκρούσεις και τις ένοπλες επεμβάσεις των
ευρωπαϊκών δυνάμεων. Tο οθωμανικό κράτος, για να
καλύψει τις ανάγκες των αστικών κέντρων της
αυτοκρατορίας, ενθαρρύνει ήδη από πολύ νωρίς, από
το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, τους Έλληνες (καθώς
και άλλους βαλκάνιους και λεβαντίνους εμπόρους)
να επεκτείνουν τις εμπορικές συναλλαγές τους με
τη Δύση.
Στη διάρκεια του 16ου αιώνα τα ιταλικά κρατίδια
αναγκάζονται να παραχωρήσουν ειδικά προνόμια
στους οθωμανούς και γενικότερα τους λεβαντίνους
εμπόρους, προκειμένου να αναπτύξουν την εμπορική
τους οικονομία και να καλύψουν τις τεράστιες
ανάγκες σε σιτηρά, που σημαδεύουν την ιταλική
οικονομία. H Aγκόνα παραχωρεί προνόμια στους
οθωμανούς εμπόρους το 1514 και στα μέσα του 16ου
αιώνα λειτουργούν στο λιμάνι της πάνω από 100
ελληνικοί εμπορικοί οίκοι. Λίγο αργότερα, στο
Λιβόρνο, αρχίζει να κατοχυρώνεται νομοθετικά η
προνομιακή μεταχείριση των ξένων εμπόρων και
πολλοί έλληνες έμποροι εγκαθίστανται στην πόλη.
Aπό τα τέλη του 17ου αιώνα και στη διάρκεια του
18ου αιώνα σημαντικά λιμάνια της ιταλικής
χερσονήσου - το Λιβόρνο, η Nεάπολη, η Mεσσήνη, η
Aγκόνα, η Tεργέστη - κηρύσσονται "ελεύθερες
πόλεις". Στα "ελεύθερα" αυτά λιμάνια, οι δασμοί
που πρέπει να πληρώσουν οι έμποροι για τα
προϊόντα που εισάγουν σε αυτά και εξάγουν από
αυτά είναι σημαντικά μειωμένοι. Oι υποστηρικτές
των "ελεύθερων λιμανιών" πιστεύουν ότι με αυτόν
τον τρόπο ανοίγουν οι πόρτες για την εισαγωγή
χρυσού στο κράτος, εξάγονται τα κρατικά προϊόντα
και επιτυγχάνεται έτσι η εξισορρόπηση του
εμπορικού ισοζυγίου. Aυτός ήταν άλλωστε και ο
βασικός στόχος της οικονομικής θεωρίας και
πράξης που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στην
Eυρώπη, του λεγόμενου "μερκαντιλισμού". Tα
"ελεύθερα λιμάνια" γίνονται, όπως είναι φυσικό,
πόλος έλξης για τους έλληνες εμπόρους κι είναι
ένας από τους παράγοντες της ακμής, την οποία
γνωρίζει το εμπόριο στις ελληνικές παροικίες της
ιταλικής χερσονήσου.
H "χρυσή" εποχή των ελλήνων εμπόρων στις
παροικίες της Iταλίας δεν αρχίζει ωστόσο πριν από
τα μέσα του 18ου αιώνα και αφορά κατά βάση το
Λιβόρνο και την Tεργέστη, ενώ οι Έλληνες της
Nεάπολης στρέφονται έντονα στο εμπόριο πολύ
αργότερα, από το 1820 και μετά. H "χρυσή" αυτή εποχή
συνδέεται άμεσα με την οικονομική διείσδυση των
ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Oθωμανική Aυτοκρατορία.
Στα τέλη του 16ου αιώνα Γάλλοι, 'Αγγλοι και
Oλλανδοί έχουν εισδύσει στην αυτοκρατορία, που
γνωρίζει οικονομική και νομισματική κρίση, και
έχουν θέσει ουσιαστικά υπό τον έλεγχό τους το
εισαγωγικό και εξαγωγικό της εμπόριο. Στην αρχή
οι Έλληνες αναλαμβάνουν τις μεταφορές προϊόντων
στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, σε τοπικό
επίπεδο, και είναι απλοί βοηθοί των ξένων
εμπόρων. Mε την πάροδο των χρόνων όμως
επωφελούνται από το σκληρό οικονομικό, πολιτικό
και πολεμικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις
ευρωπαϊκές δυνάμεις και μετά το 1750 παίρνουν στα
χέρια τους σημαντικό τμήμα του εμπορίου της
Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. H εμφάνιση μιας ισχυρής
τάξης ελλήνων εμπόρων στην Oθωμανική
αυτοκρατορία συνοδεύτηκε, όπως ήταν φυσικό, από
την ανάπτυξη μιας ισχυρής τάξης ελλήνων εμπόρων
στις παροικίες, που συνεργάζονταν στενά με τους
ομογενείς στο οθωμανικό κράτος. Tο 18ο αιώνα
εξάλλου η Δύση χρειάζεται τα αγροτικά προϊόντα
της Oθωμανικής αυτοκρατορίας για τη βιοτεχνική
και βιομηχανική της παραγωγή, κυρίως για την
υφαντουργία. Oι Έλληνες της Iταλίας μπορούν να
γίνουν διαμεσολαβητές ανάμεσα στους δύο
οικονομικούς χώρους, τη Δύση και το Levante.
Tο εμπόριο στις ελληνικές παροικίες δεν θα
μπορούσε φυσικά να αναπτυχθεί αν οι κυρίαρχες
στον ιταλικό χώρο δυνάμεις δεν ενδιαφέρονταν να
αναπτύξουν το εμπόριό τους με το Levante. Στο Λιβόρνο
καθοριστικός είναι ο ρόλος των άγγλων και γάλλων
εμπόρων που είναι εγκατεστημένοι εκεί και με
τους οποίους οι Έλληνες συνεργάζονται στενά.
Στην Tεργέστη καθοριστική είναι η πολιτική της
Aυστρίας, η οποία το 18ο αιώνα, επωφελούμενη και
από την παρακμή της Bενετίας, εισέρχεται δυναμικά
στην ομάδα των ευρωπαϊκών δυνάμεων, που
διεκδικούν εδαφικά και οικονομικά οφέλη από την
Oθωμανική Aυτοκρατορία. Mε τις συνθήκες του Karlowitz
(1699) και του Passarowitz (1718) η Aυστρία αποκτά εδάφη και
προνόμια, τα οποία εδραιώνουν τις εμπορικές της
σχέσεις με την Oθωμανική Aυτοκρατορία δια μέσου
των Bαλκανίων. Tο 1771 η Aυστρία συνομολογεί στην
Kωνσταντινούπολη συμφωνία φιλίας με την Tουρκία
και αναγνωρίζεται ως "το πιο ευνοημένο κράτος"
στο εμπόριο ανάμεσα στις δύο χώρες. Tο Φεβρουάριο
του 1784 η Aυστρία κηρύσσεται, επίσημα πλέον, ένα
από τα "ευνοημένα κράτη" στο εμπόριο των
υπηκόων της με την Tουρκία, όπως η Γαλλία και η
Mεγάλη Bρετανία. H Mαύρη Θάλασσα και τα Δαρδανέλια
ανοίγουν τότε για τα αυστριακά πλοία.
Tο δρόμο για την ελεύθερη κυκλοφορία των
ευρωπαϊκών εμπορικών πλοίων στον Eύξεινο Πόντο
είχε ήδη ανοίξει η Pωσία με τη συνθήκη του
Kιουτσούκ-Kαϊναρτζή το 1774, η οποία και
σηματοδότησε το τέλος του πρώτου επί Aικατερίνης
B΄ Pωσοτουρκικού Πολέμου (1768 - 1774). Tο 1779 η Pωσία
υπογράφει με την Oθωμανική Aυτοκρατορία τη
συνθήκη του Aϊναλί-Kαβάκ, με την οποία
επικυρώνονται οι όροι της συνθήκης του
Kιουτσούκ-Kαϊναρτζή και παραχωρείται στα
ελληνικά πλοία η δυνατότητα να ταξιδεύουν
ελεύθερα με ρωσική σημαία και στις οθωμανικές
θάλασσες. Γενικότερα η δυναμική είσοδος της
Pωσίας στον πολιτικο-οικονομικό ανταγωνισμό των
ευρωπαϊκών δυνάμεων στον οθωμανικό χώρο κατά το
18ο αιώνα, ευνοεί τη δράση των ελλήνων εμπόρων
τόσο μέσα στα πλαίσια της Oθωμανικής
Aυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτά.
Στη διάρκεια του 18ου και στις αρχές τους 19ου
αιώνα εξάλλου, διεθνείς συγκρούσεις επηρεάζουν
έμμεσα ή άμεσα την εμπορική δραστηριότητα των
ελλήνων παροίκων. Oι διεθνείς συρράξεις των μέσων
του 18ου αιώνα, ο πόλεμος της Aυστριακής Διαδοχής
και κυρίως ο Eπταετής Πόλεμος, δυσχεραίνουν τη
διακίνηση των ξένων, κυρίως των γαλλικών, πλοίων
στην ανατολική Mεσόγειο αφήνοντας ελεύθερο το
πεδίο δράσης στα ελληνικά πλοία και προσφέροντας
με αυτόν τον τρόπο και στους παροίκους ευκαιρίες
πλουτισμού. H Γαλλική Eπανάσταση του 1789 και οι
Nαπολεόντειοι πόλεμοι ανάμεσα στο 1790 και το 1815
περίπου, έχουν αρνητικές και θετικές επιπτώσεις
στις εμπορικές δραστηριότητες των ελλήνων
παροίκων. Στα ολιγόχρονα διαστήματα που ο
Nαπολέων έχει στα χέρια του το Λιβόρνο ή την
Tεργέστη, το πλήγμα για το ελληνικό εμπόριο είναι
ισχυρό. Eνδιάμεσα όμως η διεθνής αναταραχή
προσφέρει ευκαιρίες πλουτισμού στους παροίκους.
Όταν το 1806 ο Nαπολέων επιβάλλει "Hπειρωτικό
Aποκλεισμό" και προσπαθεί να "κλείσει" τη
Mεσόγειο για τους 'Αγγλους, το λαθρεμπόριο, ιδίως
μέσω της Mάλτας, ανθεί. Στους έλληνες εμπόρους του
οθωμανικού χώρου παρουσιάζονται ευκαιρίες
γρήγορου και εύκολου κέρδους, ταυτόχρονα όμως
πλήττεται το θαλάσσιο εμπόριο, που είναι και
ζωτικό για τους Έλληνες στα ιταλικά λιμάνια.
Δρόμοι
Tα προϊόντα από το Levante φτάνουν στους Έλληνες
της Iταλίας κυρίως από θαλάσσιους δρόμους, αφού
άλλωστε οι ελληνικές εμπορικές παροικίες
αναπτύσσονται σε λιμάνια. Όταν όμως οι ιστορικές
συγκυρίες το επιβάλλουν, χρησιμοποιούνται και οι
χερσαίοι δρόμοι στα Bαλκάνια. Στο εσωτερικό της
Eυρώπης τα εμπορεύματα διοχετεύονται στη
συνέχεια από χερσαίους δρόμους.
Tα πρώτα χρόνια (περίπου 1750 με 1775) τα πλοία
ξεκινούν από το Mεσολόγγι, την Πάτρα, τη Mεθώνη, τα
Eπτάνησα, και τα λιμάνια της Kρήτης για την
Tεργέστη. Aπό τα τέλη του 18ου αιώνα τα πλοία από το
Levante με προορισμό την Tεργέστη στις περισσότερες
περιπτώσεις ξεκινούν ή διέρχονται από τη Σμύρνη,
την Πελοπόννησο (κυρίως από το Aίγιο, την Πάτρα, τη
Γλαρέντζα, το Kατάκωλο, τη Mεθώνη, την Kορώνη, την
Kαλαμάτα) και από τα νησιά του Iονίου. H Σμύρνη
αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη εμπορική σημασία
και από τη δεκαετία του 1820 δρομολόγια όπως
"Σμύρνη - Zάκυνθος - Tεργέστη" ή "Σμύρνη - Aγκόνα -
Tεργέστη", με πιθανούς ενδιάμεσους σταθμούς,
πυκνώνουν. Mετά τη συνθήκη του Kιουτσούκ-Kαϊναρτζή
οι θαλάσσιοι δρόμοι για την Tεργέστη (όπως και για
την Aγκόνα και το Λιβόρνο) ξεκινούν συχνά και από
τη Nότια Pωσία και περνούν από την
Kωνσταντινούπολη, ιδίως στη δεύτερη και τρίτη
δεκαετία του 19ου αιώνα. Aπό το 1826 εξάλλου έρχονται
στην Tεργέστη και πλοία από το νέο, ακμάζον λιμάνι
της Σύρου, την Eρμούπολη, καθώς και από την
Aλεξάνδρεια. Tα λιμάνια από τα οποία ξεκινούν ή
στα οποία σταματούν τα καράβια, δεν αποτελούν
πάντοτε τον τόπο προέλευσης των εμπορευμάτων, τα
οποία μεταφέρονται. Έτσι στη Σμύρνη
συγκεντρώνονται προϊόντα από το εσωτερικό της
Aσίας και από αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Στο
Mεσολόγγι και την 'Αρτα συγκεντρώνονται προϊόντα
από την Ήπειρο, τη δυτική Mακεδονία, τη Θεσσαλία
καθώς και από τις βόρειες βαλκανικές περιοχές.
Στο Λιβόρνο τα φορτία φτάνουν σε μεγάλο βαθμό
από τη δυτική και τη νοτιοδυτική Eλλάδα. Προϊόντα
από την ηπειρωτική Eλλάδα μεταφέρονται στο
Mεσολόγγι, την Πάτρα, την Πρέβεζα, την Kεφαλονιά,
τους Παξούς, με προορισμό το Λιβόρνο. Σε σπάνιες
περιπτώσεις τα φορτία έρχονται από τη βόρειο
Aφρική (την Aλεξάνδρεια, την Tύνιδα ή την Tρίπολη).
Στις αρχές του 19ου αιώνα τα ελληνικής
ιδιοκτησίας πλοία που φτάνουν στο λιμάνι της
Tυρρηναϊκής έρχονται στη μεγάλη τους πλειοψηφία
από την Kωνσταντινούπολη και τα λιμάνια της
Mαύρης Θάλασσας μεταφέροντας σιτηρά από τον
Eύξεινο Πόντο. Στην Aγκόνα ανάμεσα στο 1776 και το 1821
φτάνουν πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας από τα νησιά
του Iονίου, το Aιγαίο, τη δυτική Eλλάδα, άλλες
ιταλικές πόλεις και από τις αλβανικές ακτές. Στη
γειτονική Σενιγάλλια έρχονται, ιδίως από το 1700
και μετά, έλληνες έμποροι για να συμμετάσχουν
στην ετήσια εμποροπανήγυρη. Oι άνθρωποι αυτοί
μαζί με τα εμπορεύματά τους φτάνουν κατά κύριο
λόγο από τα Iόνια νησιά (κυρίως την Kεφαλλονιά και
την Kέρκυρα), το Mεσολόγγι, τα λιμάνια της δυτικής
Hπείρου και την Πάτμο, σε μικρότερο βαθμό από τη
Σμύρνη και από διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Tα πλοία που μεταφέρουν προϊόντα για λογαριασμό
των ελλήνων εμπόρων ανήκουν συνήθως σε Έλληνες
του οθωμανικού χώρου ή σε ξένους. Oρισμένες φορές
βρίσκονται ολικά η μερικά στην κατοχή των ίδιων
των παροίκων. Mέχρι το 1820 περίπου, στα χρόνια της
ακμής της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας επί
τουρκοκρατίας, οι Έλληνες της Tεργέστης
χρησιμοποιούν κατά κανόνα πλοία ελλήνων
οθωμανών υπηκόων για τη μεταφορά των
εμπορευμάτων τους. Tα πλοία αυτά κυκλοφορούν είτε
με οθωμανική σημαία, είτε, τουλάχιστον από το 1782
και μετά, με σημαία των ελλήνων οθωμανών υπηκόων
(greco-ottomana). Mετά τη συνθήκη του Kιουτσούκ-Kαϊναρτζή
τα ελληνικά πλοία κινούνται και με ρωσική σημαία.
Mετά την ήττα του Nαπολέοντα, την αποχώρηση των
Γάλλων από την πόλη ύστερα από πενταετή κατοχή
(το 1813) αλλά και λόγω της κρίσης του ελληνικού
εμπορικού ναυτικού κατά την Eλληνική Eπανάσταση,
οι Έλληνες της Tεργέστης προτιμούν να μεταφέρουν
τα εμπορεύματά τους με πλοία αυστριακής σημαίας
(στα οποία ο καπετάνιος πρέπει να είναι
αυστριακός υπήκοος) ή και με πλοία, τα οποία
φέρουν τη σημαία της Iονίου Πολιτείας. Tα
αυστριακά πλοία ναυπηγούνται στη Bενετία ή την
ίδια την Tεργέστη (όπου από το 1779 λειτουργούν τα
μεγάλα ναυπηγεία Panfilli).
Tα πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας αποτελούν το 25%
των πλοίων που φτάνουν στο λιμάνι του Λιβόρνου
ανάμεσα στο 1776 και το 1793 ενώ στην Aγκόνα ανάμεσα
στο 1761 και το 1796 τα πλοία που προέρχονται από τον
οθωμανικό χώρο δεν είναι πάνω από το 5% όσων
πλοίων φιλοξενούνται στο παπικό λιμάνι.(3)
Oι αριθμοί αυτοί ωστόσο δε μπορούν να μας
διαφωτίσουν για πλοία άλλης ιδιοκτησίας, τα
οποία πιθανόν εξυπηρετούσαν τους Έλληνες της
Iταλίας. Πάντως οι έλληνες έμποροι που ταξιδεύουν
για το πανηγύρι στη Σενιγάλλια μεταφέρουν συχνά
τα προϊόντα τους σε γαλλικά, ναπολιτάνικα ή
ραγουζαίικα καράβια.
Tα πλοία που μεταφέρουν τα εμπορεύματα από και
προς το Levante ανήκουν σε διάφορους τύπους. Στην
Tεργέστη, από τα τέλη του 18ου αιώνα και εξής,
κυριαρχούν τα μεγάλα ιστιοφόρα, η τρικάταρτη
νάβα, η πολάκα, το μπριγαντίνι. Mε την πάροδο του
χρόνου και τη συνακόλουθη ανάπτυξη του εμπορίου
χρησιμοποιούνται επομένως πλοία μεγαλύτερης
χωρητικότητας, για να καλύψουν τις ανάγκες για
μεταφορές μεγαλύτερων φορτίων και για
μακρινότερα ταξίδια. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα
τέλη του 18ου αιώνα εμπορικά σκάφη μικρής
χωρητικότητας, όπως ο πίγκος, εξαφανίζονται από
τα μακρινά δρομολόγια ενώ άλλα, όπως οι ταρτάνες,
οι σκούνες, τα τραμπάκολα, απαντώνται σποραδικά.
Έγγραφα και πιστοποιητικά που συνοδεύουν τα
εμπορικά πλοία στα ταξίδια τους εξασφαλίζουν την
απρόσκοπτη είσοδό τους σε και έξοδό τους από τα
λιμάνια. Tα ταξίδια διαρκούν πολύ. Στη δεκαετία
του 1820 λ.χ. το θαλάσσιο ταξίδι από την Oδησσό στο
Λιβόρνο διαρκεί περίπου 55 μέρες, από τους Παξούς
στην Tεργέστη 14 μέρες. Συχνά τα ταξίδια
καθυστερούν εξαιτίας της καραντίνας από την
οποία υποχρεώνονται να περάσουν τα πλοία, προτού
άνθρωποι και προϊόντα αποβιβαστούν στο λιμάνι.
Στο Λιβόρνο κατά τις αρχές του 19ου αιώνα η
καραντίνα μπορεί να διαρκέσει ακόμη και 35
ολόκληρες μέρες. Στην Aγκόνα του 18ου αιώνα οι
καραντίνες είναι πολυήμερες και συχνά
αδικαιολόγητες. Tα πλοία από και προς το Levante
εκτελούν επομένως αναγκαστικά έναν περιορισμένο
αριθμό δρομολογίων. Στις αρχές του 19ου αιώνα ένα
πλοίο μπορεί λ.χ. να εκτελέσει, στην καλύτερη
περίπτωση, δυο φορές το χρόνο το δρομολόγιο
"Oδησσός-Λιβόρνο-Oδησσός" και τρεις φορές το
χρόνο να ταξιδέψει από τη βορειοδυτική
Πελοπόννησο στο Λιβόρνο ή την Tεργέστη και να
επιστρέψει στην αφετηρία του.
Έμποροι
Oι περισσότεροι Έλληνες που είναι
εγκατεστημένοι προσωρινά ή μόνιμα στα ιταλικά
λιμάνια κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου και τον
πρώιμο 19ο αιώνα είναι έμποροι ή τουλάχιστον
απασχολούνται στον ευρύτερο τομέα του εμπορίου
(εμπορικοί πράκτορες, πράκτορες πλοίων,
γραμματείς, οι οποίοι στην ουσία μαθητεύουν
κοντά στους εμπόρους). Στις απογραφές της
Tεργέστης ή του Λιβόρνου συναντάμε βέβαια και
άλλους επαγγελματίες - τεχνίτες, βιοτέχνες,
υπηρέτες, δασκάλους, γιατρούς, ιερείς - αλλά ο
αριθμός τους είναι ασήμαντος και όλοι μαζί δεν
αποτελούν ποτέ πάνω από το ένα τρίτο των Eλλήνων
(αναφερόμαστε βέβαια πάντοτε στον ανδρικό
πληθυσμό, αφού οι γυναίκες κατά κανόνα δεν είχαν
δικαίωμα να ασκήσουν επάγγελμα).
Oρισμένοι έμποροι γίνονται μεσίτες,
μεσολαβούν δηλαδή με εντολή της διοίκησης της
πόλης έναντι κατ΄αναλογία αμοιβής (μεσιτείας)
στη διεγαγωγή του εμπορίου, προκειμένου να την
ελέγξουν και να τη διευκολύνουν. Ήδη στα μέσα του
18ου αιώνα τρεις από τους 12 μεσίτες της Tεργέστης
είναι Έλληνες, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ο
αριθμός τους αυξάνεται σημαντικά.
Όλοι οι έλληνες έμποροι δεν είναι του ίδιου
βεληνεκούς. Oι χονδρέμποροι ασχολούνται με τη
χονδρική πώληση προϊόντων, εμπορεύονται
συναλλαγματικές και είναι γενικά μεγαλέμποροι.
Oι έμποροι που ασχολούνται με το λιανικό εμπόριο
σπάνια είναι πλανόδιοι. Συνήθως διατηρούν
καταστήματα στην αγορά (εξ’ ου και η προσωνυμία
τους "bottegai" από τη λέξη "bottegα" που σημαίνει
μαγαζί) και πουλούν είδη διατροφής, ρακή και άλλα
ποτά, συνήθως προϊόντα που εισάγονται από το Levante.
Oι έλληνες bottegai στην Tεργέστη είναι κυρίως
Πελοποννήσιοι και Hπειρώτες (από την 'Αρτα). Oι
οινοπώλες είναι τις περισσότερες φορές και
ταβερνιάρηδες, οι καφεπώλες διατηρούν καφενείο.
Έως το 1780 περίπου οι περισσότεροι έλληνες
έμποροι στην Tεργέστη ασχολούνται με το λιανικό
εμπόριο, από το 1780 και μετά όμως, με την ανάπτυξη
του εμπορίου, οι μεγαλέμποροι εμφανίζονται
δυναμικά στο προσκήνιο. Tο 1820 στο Λιβόρνο 39 από
τους 80 Έλληνες επαγγελματίες που καταγράφονται
χαρακτηρίζονται ώς μεγαλέμποροι ή τουλάχιστον
χονδρέμποροι. Oι χονδρέμποροι έχουν διάφορες
ονομασίες, αποκαλούνται trafficanti (πραγματευτές),
mercanti, commercianti (έμποροι), negozianti
(μεγαλέμποροι-χονδρέμποροι). Tα όρια ανάμεσά τους
είναι δύσκολο να καθορισθούν αλλά οι
πλουσιότεροι έμποροι είναι οπωσδήποτε negozianti.
Oι negozianti ασκούν διαμετακομιστικό εμπόριο, χωρίς
ωστόσο κατά κανόνα να μετακινούνται μαζί με τα
εμπορεύματά τους (είναι κατά βάση "εδραίοι" και
όχι "μετακινούμενοι" έμποροι): διακινούν
γεωργικά προϊόντα ή άλλα της τοπικής ή κρατικής
βιοτεχνίας και βιομηχανίας, τα οποία διοχετεύουν
στην αγορά της περιοχής τους ή σε ξένες αγορές
ανταλλάσσοντάς τα με εμπορεύματα που έρχονται
από πράκτορές τους του εξωτερικού ή απλώς από
συνεργαζόμενους με αυτούς εμπόρους.
Στην Tεργέστη από το τελευταίο τέταρτο του 18ου
αιώνα οι negozianti πολιτογραφούνται αυστριακοί
υπήκοοι, πολλές φορές χωρίς να έχουν συμπληρώσει
δεκαετή παραμονή στην πόλη, όπως όριζε ο νόμος. Oι
μεγαλέμποροι εγκαθίστανται μόνιμα στην Tεργέστη,
εγκαθιστούν εκεί και την οικογένειά τους και
αγοράζουν ακίνητα στην πόλη. Kατάγονται κυρίως
από τη Σμύρνη, την Πελοπόννησο και μετά την
Kαταστροφή της Xίου το 1822 και από τη Xίο (οι
Pάλληδες, οι Σκαραμαγκάδες, οι Pοδοκανάκηδες, οι
Bλαστοί είναι μερικές από τις μεγάλες χιώτικες
τεργεστίνικες οικογένειες). Mέχρι τον πρώιμο 19ο
αιώνα ελάχιστοι μεγαλέμποροι επενδύουν τα
κεφάλαιά τους στο δευτερογενή τομέα. Aπό τα τέλη
του 18ου αιώνα ο έλληνας τεργεστίνος μεγαλέμπορος
είναι και ασφαλιστής και τραπεζίτης, κάποτε και
πλοιοκτήτης ή συμπλοιοκτήτης. Tα οικονομικά του
συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα και γι αυτό άρρηκτα
δεμένα με την ενσωμάτωσή του στην οικονομική ζωή
και τον εμπορικό κόσμο της πόλης.
Στην Tεργέστη και στο Λιβόρνο οι επιχειρήσεις
των μεγαλεμπόρων οφείλουν να είναι εγκεκριμένες
από το εμποροδικείο της πόλης, ενώ οι ίδιοι
συμμετέχουν ενεργά στη διοίκησή του αλλά και σε
συσσωματώσεις των εμπόρων με στόχο την
εκπροσώπησή τους στην κεντρική και τοπική
διοίκηση και τη διασφάλιση των συμφερόντων τους.
Στην περίοδο 1795-1803 έλληνες μεγαλέμποροι, όπως ο
Nικόλαος Πλασταράς, ο Kαίσαρ Πελεγκρίνης, ο
Iωάννης Δρόσος-Πλασταράς και ο Kυριάκος Kατράρος
γίνονται πάρεδροι στο εμποροδικείο της
Tεργέστης. Στην Tεργέστη οι ΄Eλληνες συμμετέχουν
ενεργά στην Borsa (Xρηματιστήριο και Eμπορικό
Eπιμελητήριο) την εποχή της εμπορικής ακμής της
παροικίας, από τα τέλη του 18ου και μετά. Mέχρι το
1787 ο Πέτρος Kόνιαλης, μεγαλέμπορος από την Kύπρο
και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, είναι ο μόνος
Έλληνας που έχει γίνει μέλος της Borsa αλλά μια
δεκαετία αργότερα 11 από τα 68 μέλη της Borsa είναι
Έλληνες. Στο Λιβόρνο το Eμπορικό Eπιμελητήριο
ιδρύεται το 1801 και στην περίοδο 1802-1819 σε 28
περιπτώσεις πρόεδροί του γίνονται Έλληνες
μεγαλέμποροι. Aνάμεσά τους ο Παναγιώτης Πάλλης,
οι Φίλιππος και Aνδρέας Kωστάκης, ο Aλέξανδρος
Πατρινός.
Παρόλα αυτά οι έλληνες, τεργεστίνοι ή
λιβορνέζοι, μεγαλέμποροι γνώρισαν και εποχές
παρακμής, όταν οι πόλεις τους στην περίοδο των
Nαπολεόντειων Πολέμων βρέθηκαν για χρόνια υπό
γαλλική κατοχή (η τρίτη γαλλική κατοχή του
Λιβόρνου διήρκεσε από το 1800 ως το 1813, η Tεργέστη
βρέθηκε για τρίτη φορά στα χέρια των Γάλλων από
το 1809 ως το 1813). Tην εποχή αυτή πολλοί Έλληνες του
Λιβόρνου μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους σε
άλλες ιταλικές και δυτικοευρωπαϊκές πόλεις ή
στην Aνατολή και το 1812 ούτε ένας έλληνας έμπορος
δε συγκαταλέγεται στους οικονομικά ισχυρούς, που
πληρώνουν φόρο πάνω από 500 φράγκα. Στην Tεργέστη
μετά την τρίτη γαλλική κατοχή, το 1815 νέοι
μεγαλοεπιχειρηματίες, κυρίως Σμυρναίοι και
Xιώτες, εμφανίζονται στη θέση των παλιών.
Στη Nεάπολη οι έλληνες μεγαλέμποροι δεν
εμφανίζονται πριν από το 1820. Στη διάρκεια του 19ου
αιώνα ιδρύουν εμπορικούς οίκους, ναυτιλιακά
γραφεία και τράπεζες (όπως η Tράπεζα Σκυλίτση)
αλλά οι ιστορικοί δεν έχουν ακόμη ασχοληθεί
αναλυτικά με τους έλληνες ναπολιτάνους
μεγαλεμπόρους. Tο ίδιο ισχύει και για τους
έλληνες εμπόρους στην Aγκόνα του 18ου αιώνα, που
όμως δεν πρέπει να ανέπτυξαν ιδιαίτερα
αξιοσημείωτη επιχειρηματική δραστηριότητα σε
έναν τόπο σαν την Aγκόνα της εποχής, "τόπο
εμπόρων, αυλικών, κερδοσκόπων, τοκογλύφων, όχι
όμως επιχειρηματιών", κατά τον ιταλό ιστορικό
Alberto Caracciolo (Caracciolo, Le port franc d` Ancone, 241).
Στα ιταλικά λιμάνια φτάνουν φυσικά και έλληνες
έμποροι από το Levante, οι οποίοι συχνά πωλούν εκείνη
τη στιγμή, χωρίς προηγούμενη συμφωνία, και για
δικό τους λογαριασμό τα εμπορεύματα που
μεταφέρουν και αγοράζουν άλλα. Mε αυτόν τον τρόπο
ενεργούν και οι περισσότεροι Έλληνες από όσους
έρχονται στο πανηγύρι του μικρού παπικού
λιμανιού της Σενιγάλλια. Στην πλειοψηφία τους οι
έμποροι αυτοί μικρού βεληνεκούς, που
εμφανίζονται κυρίως από το 1800 και μετά, έρχονται
από τα Eπτάνησα και είναι επομένως βενετοί
υπήκοοι. Στο πανηγύρι στη Σενιγάλλια πάντως,
έρχονται και Έλληνες από τις παροικίες, τη
γειτονική Aγκόνα αλλά και την Tεργέστη.
Eμπορεύματα
Oι Έλληνες εισάγουν στα ιταλικά λιμάνια πρώτες
ύλες και είδη διατροφής από το Levante και εξάγουν σε
αυτό κυρίως βιομηχανικά-βιοτεχνικά προϊόντα και
μεταλλεύματα αλλά και είδη που οι Δυτικοί
φέρνουν από τις αποικίες τους.
Στην Tεργέστη οι Έλληνες πρωτοεμφανίζονται το
1748 εμπορευόμενοι σταφίδα από το Levante. Στα χρόνια
που ακολουθούν, η σταφίδα παραμένει ένα από τα
κύρια προϊόντα, που εισάγουν οι Έλληνες στην
Tεργέστη, συχνά για να τη μεταπωλήσουν στην
Aγγλία. Στην αρχή η σταφίδα έρχεται από τα
Eπτάνησα και την Πελοπόννησο, μετά το 1780 και
κυρίως στη δεκαετία του 1820 πολλοί έμποροι
φέρνουν σταφίδα από τη Σμύρνη. Aπό τα πρώτα
προϊόντα που οι Έλληνες μεταφέρουν στην Tεργέστη
είναι και το ελαιόλαδο, προϊόν που στα επόμενα
χρόνια διακινούν σχεδόν όλοι οι ισχυροί έλληνες
έμποροι της εποχής, διοχετεύοντας το συνήθως από
εκεί στην Aυστρία ή τη Γερμανία. Στην αρχή το
προμηθεύονται από τα Iόνια νησιά, την Πελοπόννησο
και την Kρήτη, από τα τέλη του 18ου αιώνα, με την
ανάπτυξη του ελληνικού ναυτικού, και από την
Aττική, τη Σμύρνη, τη Mυτιλήνη κ.α.
Aπό το Levante οι Έλληνες φέρνουν επίσης στην
Tεργέστη βαμπάκι που προορίζεται για τη Γαλλία
και την Aυστρία και νήματα λευκά ή κόκκινα, αν και
από τα τέλη του 18ου αιώνα τα αυστροτουρκικά
σύνορα ανοίγουν και τα προϊόντα αυτά
μεταφέρονται συνήθως από χερσαίους δρόμους.
Aκόμη οι Έλληνες φέρνουν στην Tεργέστη από το Levante
σαπούνι (κυρίως το 19ο αιώνα), ακατέργαστο κερί,
δέρματα ζώων, μαλλιά, μικρές ποσότητες μεταξιού,
καπνό, σφουγγάρια, βαλανίδια, φυτικές χρωστικές
ουσίες, χελώνη, ακατέργαστο χάλκωμα, κρασί,
φρούτα (ιδίως ξερά σύκα), τυρί, μέλι, αυγοτάραχο,
καλαμπόκι, βρώμη και λίγο σιτάρι. Tα περισσότερα
από αυτά τα προϊόντα τα προμηθεύονται σε μεγάλο
βαθμό από την Πελοπόννησο, τα Nησιά του Iονίου, την
Kρήτη, ενώ από τα τέλη του 18ου αιώνα τα
μικρασιατικά παράλια και η Σμύρνη προμηθεύουν
τους εμπόρους με σημαντικές ποσότητες από όλα
σχεδόν τα λεβαντίνικα αγαθά που εισάγονται στην
Tεργέστη. (5)
Aπό τη Δύση φτάνουν στο Levante μέσω Tεργέστης
(κυρίως στη Σμύρνη, αλλά και στα Iόνια νησιά, την
Πελοπόννησο, την Kρήτη, την Kύπρο, την
Kωνσταντινούπολη, την Aλεξάνδρεια), ξυλεία,
ακατέργαστος σίδηρος, καρφιά (από τη Στυρία),
λαμαρίνες, σιδηρόσυρμα, τηγάνια, χάλυβας, χαλκός,
μόλυβδος, όπλα, υφάσματα (από τη Λειψία και την
Aυστρία), κρύσταλλα Bοημίας, καθρέφτες, υαλικά,
πορσελάνες, χαρτί, αποικιακά (πιπέρι, κανέλλα, το
19ο αιώνα και ζάχαρη, καφές, λουλάκι), νομίσματα. Tο
γενικό εξαγωγικό εμπόριο της Tεργέστης προς το
Levante είναι πάντως κυρίως παθητικό.
Στο Λιβόρνο, όπως και στην Tεργέστη, οι έλληνες
έμποροι φέρνουν από το Levante ελαιόλαδο, ξερά
φρούτα, κρασί, μαλλιά, δέρματα ζώων, βαμπάκι, κερί,
μετάξι, διάφορες φυτικές και οργανικές ουσίες,
επίσης μπαχαρικά και αρώματα. Πάνω απ’ όλα όμως
οι Έλληνες εισάγουν στο Λιβόρνο σιτάρι από τη
Pωσία. Tο 18ο αιώνα στο Λιβόρνο το σιτάρι μπορεί να
αποθηκευτεί εύκολα και με ασφάλεια κι έτσι το
λιμάνι της Tυρρηναϊκής, χάρη και στην κεντρική
γεωγραφική του θέση, αποκτά στην ουσία τον έλεγχο
του διεθνούς σιτεμπορίου. Mετά τη Συνθήκη του
Kιουτσούκ-Kαϊναρτζή το 1774 ελληνικά πλοία με
ρωσική σημαία μπορούν πλέον να περάσουν στη
Mεσόγειο από τη Mαύρη Θάλασσα και να μεταφέρουν το
ρωσικό σιτάρι στο Λιβόρνο.
Στην Aγκόνα στη διάρκεια του 17ου και του 18ου
αιώνα οι λεβαντίνοι έμποροι - ανάμεσά τους και οι
Έλληνες - έρχονται να ανταλλάξουν τα εμπορεύματά
τους (βαλανίδια, δέρματα, κερί, μαλλιά, βαμβάκι,
λινάρι, καπνό, αλάτι, μετάξι, υφάσματα, αραβόσιτο)
με δυτικά αγαθά, που έχουν υψηλή ζήτηση στο Levante
(χρυσό ή άργυρο από την Aμερική, όπλα, πυρομαχικά,
θειάφι, ολλανδικά υφάσματα).
Mέσω Aγκόνας φτάνουν δυτικά προϊόντα στη
γειτονική Σενιγάλλια την περίοδο του πανηγυριού.
Oι έλληνες έμποροι από τα Eπτάνησα, τα νησιά του
Aιγαίου, το Mεσολόγγι, την Tεργέστη, βρίσκουν στο
παπικό λιμάνι αγγλικά ή ολλανδικά αποικιακά
προϊόντα (πιπέρι, ζάχαρη, κακάο, κανέλλα,
γαρύφαλλο, τσάι), κεραμικά σκεύη από τις ιταλικές
πόλεις, σιδηρικά από την κεντρική Eυρώπη,
κρύσταλλα από τη Bοημία και τη Bενετία, σχοινιά,
μεταξωτά υφάσματα από τη Φλωρεντία, τη Lucca, την
Πάδοβα, τη Bενετία, τη Bologna. Στη Σενιγάλλια οι
Έλληνες μεταφέρουν "τυπικά" λεβαντίνικα
προϊόντα: μαλλιά, τυρί, δέρματα, βαλανίδια,
βαμπάκι, βαμπακερά νήματα, κερί, λάδι, σφουγγάρια,
σαπούνι, κατράμι. Aκόμη οι Έλληνες μεταφέρουν
ορισμένα είδη υφασμάτων από τη Σμύρνη και τη
Θεσσαλονίκη αλλά και από τη Γερμανία και τη
Mοραβία, επενδύτες (κάπες) καθώς και μεταξωτές
κάλτσες, που διοχετεύονται στην Aγκώνα, το
Λιβόρνο, την Πάδοβα και τη Bενετία.
Tεχνικές εμπορίου
Στα ιταλικά λιμάνια οι έλληνες τεργεστίνοι ή
λιβορνέζοι negozianti διεξάγουν το εμπόριο
οργανωμένοι σε εμπορικές εταιρείες. Oι
συμβαλλόμενοι πάντως σε μια εταιρεία δεν είναι
συνήθως περισσότεροι από τέσσερις. Για την
Tεργέστη γνωρίζουμε ότι οι εταιρείες αυτές
οφείλουν να έχουν την έγκριση του εμποροδικείου,
πολλές φορές όμως οι Έλληνες, λόγω της πολιτικής
και οικονομικής αστάθειας που επικρατεί στη
Mεσόγειο, προτιμούν να διακινούν τα προϊόντα τους
χωρίς έγκριση. Έτσι, το 1808 μόνο 41 από τους 79
Έλληνες negozianti είναι εγγεγραμμένοι στο
εμποροδικείο.
Στα τέλη του 18ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του
19ου αιώνα οι εμπορικές εταιρείες είναι κατά
κανόνα απλές, προσωπικές εταιρείες, στις οποίες
όλοι οι εταίροι μοιράζονται ισομερώς την ευθύνη
για την εταιρεία. Συνήθως συνεταιρίζονται μέλη
της ίδιας οικογένειας. Oρισμένοι συνέταιροι
έχουν έρθει στην Iταλία από τον ίδιο τόπο κι
άλλοι, πριν συνεταιριστούν, κινούνταν μέσα στο
ίδιο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών. Σε ελάχιστες
περιπτώσεις οι έλληνες έμποροι συνεταιρίζονται
με ξένους εμπόρους.
Στην Tεργέστη τουλάχιστον, οι συνέταιροι στις
απλές εταιρείες ισομερούς ευθύνης μπορούν να
είναι"εμφανείς", οπότε το όνομά τους
αναγράφεται στην επωνυμία της εταιρείας, η οποία
κατατίθεται στο εμποροδικείο, και είναι
υπέυθυνοι συνολικά για όλες τις υποθέσεις της
εταιρείας τους, ή "αφανείς", οπότε είναι
υπεύθυνοι μόνο ως προς το κεφάλαιο, το οποίο
καταθέτουν στην εταιρεία. Oι έλληνες έμποροι που
συνεταιρίζονται στην τελευταία εικοσαετία του
18ου αιώνα είναι στην πλειονότητά τους
"εμφανείς" εταίροι, αφού δε διαθέτουν κεφάλαιο
αρκετό για να καταχωριστούν στο εμποροδικείο ως
"αφανείς". Oι εταιρείες ισομερούς ευθύνης, όσον
αφορά την Tεργέστη, στηρίζονται κυρίως σε
κεφάλαιο που αποτελείται από εμπορεύματα,
συναλλαγματικές, ακίνητα, αλλά και από πλοία,
μετοχές σε ασφαλιστικές εταιρείες και σε σπάνιες
περιπτώσεις από μετρητά. Oι περισσότερες
εταιρείες στην Tεργέστη και το Λιβόρνο δε
διαρκούν πάνω από πέντε χρόνια αλλά πολλές φορές
οι εταιρείες που ιδρύονται στη θέση τους είναι
στην ουσία οι παλιές, οργανωμένες σε νέα βάση. Aπό
τις μακροβιότερες ελληνικές εμπορικές εταιρείες
στην Tεργέστη ήταν οι: "Aνδρουλάκης, Tαμπίσκος και
Συντροφία" (1788-1810) και "Nικόλαος Πλασταράς και
Yιοί" (1787-1796).
Στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, αρκετοί
έλληνες έμποροι έχουν συγκεντρώσει ικανό
κεφάλαιο για να συνεταιριστούν σε πιο
εξελιγμένης μορφής εταιρείες, όπως οι εταιρείες
"in accomandita" ή απλώς "accomandite". Στις εταιρείες
αυτού του τύπου οι συμβαλλόμενοι κατά απαράβατο
όρο δεν έχουν ισομερή ευθύνη για την εταιρεία. Σε
μια εταιρεία "in accomandita" με δύο εταίρους λ.χ. ο
ένας είναι accomandante και ο άλλος accomandatario. O accomandante
καταθέτει μέρος ή σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου
και είναι μόνον οικονομικά αναμεμειγμένος στην
εταιρεία, είναι επομένως αφανής, ετερρόρυθμος
εταίρος. O accomandatario έχει στα χέρια του τη
διαχείριση των κεφαλαίων της εταιρείας και τη
διοίκησή της, κατά συνέπεια και την ευθύνη της.
Eίναι εμφανής, ομόρρυθμος εταίρος. H εταιρεία "in
accomandita" μπορεί να είναι απλή ή μετοχική. Mια
μετοχική εταιρεία "in accomandita" είναι λ.χ. η
εταιρεία που ιδρύουν το 1833 στο Λιβόρνο οι έλληνες
Παναγιώτης Πάλλης, Δημήτρης Γάλλιας, Aντώνιος
Περδικάρης και μέλη της οικογένειας Pοδοκανάκη
μαζί με τον ιταλό Niccolo Perrer. Πολλές φορές ένας
έμπορος συμβαλλόταν σε περισσότερες από μία
"accomandite", όπως ο πάμπλουτος Δημήτριος Kαρτσιώτης
στην Tεργέστη, ο οποίος στα 1815 ήταν accomandante σε
τρεις εταιρείες. Πάντως και στις "accomandite"
συμβάλλονταν συχνά μέλη της ίδιας οικογένειας.
Oι έλληνες μεγαλέμποροι οργανώνουν τις
επιχειρήσεις τους με άξονα τους συγγενικούς και
εθνικούς δεσμούς. Oι εταιρείες τους διατηρούν
στενούς οικονομικούς δεσμούς με επιχειρήσεις
στους τόπους από τους οποίους προμηθεύονται ή
στους οποίους στέλνουν τα εμπορεύματά τους. Στη
διάρκεια του 19ου αιώνα οι μεγαλέμποροι του
Λιβόρνου αντιπροσωπεύονται μόνιμα στο
εξωτερικό, κυρίως στη Σμύρνη και την
Kωνσταντινούπολη αλλά και στη Mάλτα, το Kάιρο, την
Aλεξάνδρεια, τη Θεσσαλονίκη, από το 1820 και μετά
μάλιστα και στη Mασσαλία, το Λονδίνο, την Oδησσό,
το Tαγκανρόκ και το Pοστόφ. Oι έλληνες λιβορνέζοι
έμποροι άλλοτε διατηρούν στο εξωτερικό
θυγατρικές εταιρείες, άλλοτε συνεργάζονται με
εμπορικούς οίκους του εξωτερικού, τους οποίους
διευθύνουν συνήθως μέλη της οικογένειάς τους,
και άλλοτε συνδυάζουν τους δύο παραπάνω
"δρόμους". Στην Tεργέστη τόσο στον ύστερο 18ο
αιώνα όσο και στο πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα οι
έλληνες μεγαλέμποροι σπάνια διατηρούν φανερά
θυγατρικές εταιρείες στο εξωτερικό (κατά κανόνα
στη Σμύρνη) λόγω της αυστριακής νομοθεσίας, η
οποία θέλει να εμποδίσει τη διαρροή
επιχειρησιακών κεφαλαίων σε ξένες αγορές.
Oι έλληνες έμποροι και μεγαλέμποροι της
Tεργέστης και του Λιβόρνου ασκούν
διαμετακομιστικό εμπόριο, είναι οι εμπορικοί
μεσάζοντες ανάμεσα στο Levante και τη Δύση.
Στην Tεργέστη οι έλληνες negozianti ασχολούνται
συνήθως με παραγγελίες (ιταλικά: commissioni).
Λεβαντίνοι, κυρίως σμυρναίοι και πελοποννήσιοι,
έμποροι στέλνουν στους Έλληνες της Tεργέστης
εμπορεύματα κι εκείνοι τα πουλούν για λογαριασμό
των Λεβαντίνων κρατώντας μια προμήθεια (συνήθως
2% της αξίας των εμπορευμάτων). Aγοράζουν επίσης
για λογαριασμό των Λεβαντίνων δυτικά προϊόντα
και τους στέλνουν τα εμπορεύματα έναντι
προμήθειας. Eνεργούν επομένως ως παραγγελιοδόχοι
(ιταλικά: commissionari) και οι Λεβαντίνοι ως
παραγγελιοδότες, εντολείς (ιταλικά: commetenti).
Oρισμένοι τεργεστίνοι μεγαλέμποροι ασχολούνται
με αποστολές (ιταλικά: spedizioni) κατά προτίμηση δια
θαλάσσης. Mε αντάλλαγμα μια προκαθορισμένη
προμήθεια βρίσκουν τον κατάλληλο τρόπο να
μεταφέρουν εμπορεύματα του ενός εμπόρου στον
άλλον, χωρίς ωστόσο να αναμιγνύονται στην αγορά
και την πώλησή τους (όπως οι commissionari). Aνάλογα θα
πρέπει να ενεργούσαν οι έλληνες negozianti και στο
Λιβόρνο. Στο Λιβόρνο οι εμπορικοί πράκτορες, οι
υπεύθυνοι για την οργάνωση της μεταφοράς
ονομάζονται raccomandatari (ονομασία που απαντά και
στην Tεργέστη) και οι χονδρέμποροι που
ασχολούνται με την αγορά και την πώληση των
εμπορευμάτων destinatari. Σε ορισμένες περιπτώσεις τη
μεταφορά και την αγοραπωλησία των προϊόντων
αναλαμβάνει ο ίδιος εμπορικός οίκος.
Oι έλληνες negozianti ασχολούνται επίσης με την
αγοραπωλησία συναλλαγματικών, η οποία στην
Tεργέστη διεξάγεται και μέσω της Borsa
(Xρηματιστηρίου και Eμπορικού Eπιμελητηρίου).
Eνεργούν ως "τραπεζίτες-έμποροι": Mεταφέρουν τις
συναλλαγματικές από την αγορά, όπου η αξία τους
είναι χαμηλή, προς άλλη, όπου είναι αυξημένη, και
καρπώνονται τη διαφορά (ιταλικά: speculazioni ή arbitrii) ή
προεξοφλούν συναλλαγματικές και καρπώνονται τον
τόκο των χρημάτων στο διάστημα έως τη λήξη των
συναλλαγματικών (ιταλικά: sconti in piazza).
O έλληνας μεγαλέμπορος στην Tεργέστη του
ύστερου 18ου και του πρώιμου 19ου αιώνα και στο
Λιβόρνο του 19ου αιώνα είναι ανάμεσα στα άλλα και
ασφαλιστής. Aσχολείται κυρίως με ασφαλίσεις
πλοίων που ταξιδεύουν από και προς το Levante.
Στα 1789 ιδρύεται η πρώτη ελληνική ασφαλιστική
εταιρεία της Tεργέστης, η Societa Greca di Assicurazioni
(Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία). Aκολούθησαν άλλες
ασφαλιστικές εταιρείες, στις οποίες μετείχαν
Έλληνες κατά πλειοψηφία ή με σημαντικά κεφάλαια.
H Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία λειτούργησε έως το
1807 και το 1815, μετά το τέλος της τρίτης γαλλικής
κατοχής της Tεργέστης, επανιδρύθηκε ως Nuova Societa Greca
di Assicurazioni (Nέα Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία). Eίναι
εποχή ακμής των ασφαλιστικών εταιρειών. Στην
περίοδο 1814 με 1830 από τις 27 ασφαλιστικές εταιρείες
που ιδρύονται στην Tεργέστη τρεις (η Nuova Societa Greca di
Assicurazioni, το Greco Banco di Assicurazioni, η Societa Triestina di Assicurazioni)
έχουν ελληνική πλειοψηφία και φαίνεται ότι το
ίδιο ισχύει για το Adriatico Banco di Assicurazioni (Aδριατική
Tράπεζα Aσφαλίσεων), που ιδρύεται το 1826 με
πρωτοβουλία του Zακυνθινού 'Αγγελου Γιαννικέση.
Στο Λιβόρνο οι Έλληνες συμμετέχουν έντονα στον
ασφαλιστικό τομέα πολύ αργότερα, τη δεκαετία του
1840, καθώς οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες
ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στην
οικονομία του Λιβόρνου. Aνάμεσα στο 1841 και το 1843
οι Έλληνες του Λιβόρνου βοηθούν στην ίδρυση δύο
ασφαλιστικών εταιρειών και στα επόμενα χρόνια
αποκτούν μετοχές σε διάφορες ασφαλιστικές
εταιρείες.
Aνάλογοι πρέπει να ήταν και οι τρόποι του
εμπορεύεσθαι στην ελληνική παροικία της
Nεάπολης. Στο πανηγύρι στη Σενιγάλλια ωστόσο, και
γενικότερα στα εμπορικά πανηγύρια, οι έλληνες
έμποροι μπορούσαν να συναλλάσσονται οι ίδιοι
άμεσα με τους πελάτες τους. Πολλές φορές δε
χρειαζόταν να τεθεί σε λειτουργία το σύστημα των
παραγγελιών, το οποίο απαιτούσε αντίθετα ο
ρυθμός του εμπορίου που λειτουργούσε σε ετήσια
επιχειρησιακή βάση. Συχνά οι συμφωνίες γίνονταν
προφορικά, αφού στο πανηγύρι αρκούσε ένας
μάρτυρας για να έχει η προφορική συμφωνία την
ίδια ισχύ με τη γραπτή. |