|
|
|
Σάββας της Σερβίας (1175-1235): Ο ιδρυτής και οργανωτής
της αυτοκέφαλης Σερβικής Εκκλησίας και νεότερος γιος του κράλη Στέφανου
Νεμάνια, του ιδρυτή της σερβικής δυναστείας των Νεμανιδών. Το 1219 χειροτονήθηκε
πρώτος αρχιεπίσκοπος Σερβίας και ίδρυσε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια
στη Σερβία, τον Άθω, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Μετά το
θανατό του ανακηρύχθηκε άγιος.
σάκκος: το κατεξοχήν αρχιερατικό άμφιο της Ανατολικής Εκκλησίας.
Αρχικά φοριόταν από τον αυτοκράτορα στις τελετές στέψεως και σε μεγάλες
εορτές. Στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους πέρασε στο βεστιάριο της Εκκλησίας.
σεβαστοκράτορας: τιμητικός τίτλος της βυζαντινής αυλής.
Σελτζούκοι Τούρκοι ή Τούρκοι του Ικονίου: Το πρώτο τουρκικό φύλο
που ξεκινώντας από τις πεδιάδες του Τουρκεστάν διέσχισε την Περσία και
έφθασε μέχρι τα παράλια του Αιγαίου και του Ελλησπόντου, όπου ίδρυσε ένα
ισχυρό κράτος με κέντρο το Ικόνιο (11ος αιώνας). Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες
του 13ου αιώνα το κράτος γνώρισε αξιοσημείωτη ευημερία. Μετά την ήττα
από τους Μογγόλους το 1243 το κράτος των Σελτζουκιδών βρισκόταν σε αναταραχή
ως τις αρχές του 14ου αιώνα, όταν διαλύθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ιδρύθηκαν τότε στην πρώην επικράτεια των Σελτζούκων μικρά τουρκικά εμιράτα
όπως του Καραμάν, του Τζερμιγιάν, του Μεντεσί, του Αϊδινίου, του Σαρουχάν,
του Καρασί και του Οσμάν που επρόκειτο να καταλύσει έναν αιώνα περίπου
αργότερα τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Σέρβοι-σερβικό κράτος: Μεσαιωνικός λαός της Βαλκανικής. Υπάρχουν
διαφορετικές απόψεις για την προέλευσή τους. Πρώτη χρονολογική αναφορά
για το κράτος τους γίνεται σε βυζαντινό επισκοπικό κατάλογο του 9ου αιώνα.
Σιγισμούνδος: Βασιλιάς της Ουγγαρίας (1387-1437), της Γερμανίας
(1411-37), της Βοημίας (1419-37) και της Iταλίας (1431-37) και Γερμανορωμαίος
αυτοκράτορας (1433-37), τελευταίος εκπρόσωπος του οίκου του Λουξεμβούργου.
σιταρκία: δευτερεύων ή συμπληρωματικός φόρος που μαρτυρείται από
το 13ο αιώνα και έπειτα, το είδους του οποίου δεν είναι καθορισμένο.
Σκυλίτζης: Ιστορικός του β΄μισού του 11ου αιώνα. Το έργο του καλύπτει
την περίοδο από το 811 μέχρι το 1057.
σμάλτο: τεχνική διακόσμησης πολύτιμων αντικειμένων (λειψανοθήκες,
κοσμήματα κ.ά.) στην οποία τα διακοσμητικά θέματα διαγράφονται με σύρμα
χρυσού ή επιχρυσωμένου αργύρου και οι επιφάνειες αυτές γεμίζουν με λυωμένο
χρωματιστό γυαλί.
σταυρεπίστεγος: πρόκειται για μικρών διαστάσεων μονόκλιτα, τρίκλιτα
ή σταυρόσχημα στην κάτοψη κτίσματα, στα όποια η κατά μήκος καμάρα της
στέγασης διακόπτεται από μια εγκάρσια καμάρα. Η διασταύρωση των ανισοϋψών
καμαρών που στεγάζονται με δίριχτες στέγες διαγράφει καθαρά στη στέγη
του ναού το σχήμα του σταυρού.
σταυροειδής εγγεγραμμένος: τύπος ναού στον οποίο η διάταξη των
εσωτερικών χώρων και της στέγασης διαμορφώνουν το σχήμα του σταυρού και
εγγράφονται μέσα στο τετράγωνο σχήμα της κάτοψης. Ανάλογα με τα στηρίγματα
του τρούλλου χαρακτηρίζονται ως δικιόνιοι ή δίστυλοι, όταν στηρίζεται
σε δύο κίονες ή πεσσούς στα δυτικά και στους πεσσούς του ιερού στα ανατολικά
ή τετρακιόνιοι, όταν στηρίζεται σε τέσσερις κίονες.
Σταυροφορία-σταυροφόροι: Τέσσερις στρατιωτικές επιχειρήσεις οι
οποίες αρχικά οργανώθηκαν από τους Πάπες με σκοπό την ανάκτηση του Πανάγιου
Τάφου στην Ιερουσαλήμ (α΄1096-99, β΄1147-49, γ΄1189-92). Η τελευταία (1202-4)
οδήγησε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και
τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
σταυροφορική τέχνη: στα λατινικά κράτη που δημιουργήθηκαν στην
Ανατολή μετά τις Σταυροφορίες, όπως για παράδειγμα στο λατινικό βασίλειο
της Ιερουσαλήμ, στη Συρία και στην Κύπρο, μεταφέρθηκε ο δυτικός πολιτισμός,
συνδέθηκε με τη βυζαντινή παράδοση και πρακτική και ήδη από τις αρχές
του 12ου αιώνα δημιουργήθηκε εδώ μία ιδιότυπη καλλιτεχνική γλώσσα, που
χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως σταυροφορική.
Στέφανος Β' Νεμάνια: Ηγεμόνας της Σερβίας (1217-27) και γιος του ιδρυτή
της δυναστείας των Νεμανιδών, Στεφάνου. Στέφθηκε βασιλιάς από αντιπροσωπεία
του πάπα το 1217, γι' αυτό και πήρε την ονομασία "Πρωτόστεπτος".
Στέφανος Γαβριηλόπουλος Μελισσηνός: Σεβαστοκράτορας της Θεσσαλίας
από το 1318 ή 1325 μέχρι το 1332/3.
Στέφανος Ούρεσης Α': Ηγεμόνας της Σερβίας και γιος του κράλη Στεφάνου
του Πρωτόστεπτου. Διαδέχτηκε τον αδερφό του Βλαδισλάβο στο θρόνο το 1243
και πέθανε στα 1276.
Στέφανος Στ' Ούρεσης Β' Μιλούτιν (Uros Milutin): Κράλης της Σερβίας
(1281/2-1321). Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Σερβία εξελίχθηκε
σε έναν από τους κύριους ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων στα Βαλκάνια.
Στέφανος Ζ' Ούρεσης Ντετσάνσκι (Decanski): Κράλης της Σερβίας (1321-31).
Η νίκη του κατά των Βουλγάρων στο Velbuzd το 1330 σήμανε την επανάκτηση
του ηγεμονικού ρόλου της Σερβίας στα Βαλκάνια.
Στέφανος Η' Ούρεσης Δ' Δουσάν (Dusan): Κράλης της Σερβίας (1331-45/6)
και "τσάρος Σερβίας και Ρωμανίας" (1345/6-55). Ο σημαντικότερος ίσως σέρβος
ηγεμόνας του Μεσαίωνα, κατόρθωσε να επεκτείνει την κυριαρχία του στο μεγαλύτερο
μέρος του ελλαδικού χώρου.
στιχηρό: είδος εκκλησιαστικού ύμνου που ψάλλεται στην ακολουθία
του Εσπερινού και του Όρθρου. Η ονομασία προέρχεται από τη λέξη στίχος
γιατί πριν από τα στιχηρά ψάλλονται ορισμένοι στίχοι από τους ψαλμούς.
στρατηγός: αξίωμα της επαρχιακής διοίκησης του βυζαντινού κράτους.
Αρχικά ο τίτλος δίνεται στο στρατιωτικό και πολιτικό διοικητή των θεμάτων,
των μεγάλων δηλαδή γεωγραφικών και διοικητικών ενοτήτων της βυζαντινής
αυτοκρατορίας. Σταδιακά ο τίτλος χάνει την ισχύ του και ήδη στον 11ο αιώνα
οι στρατηγοί μετατρέπονται σε απλούς διοικητές στρατιωτικών μονάδων, υπεύθυνων
για την άμυνα μιας περιοχής.
συγκλητικός: μέλος της Συγκλήτου. Η Σύγκλητος στη Βυζαντινή περίοδο
ήταν ένα συμβουλευτικό σώμα του οποίου τα δικαιώματα και καθήκοντα δεν
ήταν σαφώς καθορισμένα. Τα μέλη του ανήκαν στα ανώτατα κοινωνικά στρώματα.
Συργιάννης: Γνωστός επίσης ως Συργιάννης Παλαιολόγος Φιλανθρωπηνός.
Υποστηρικτής αρχικά του Ανδρόνικου Γ' κατά τον α' εμφύλιο πόλεμο, και
αφού έπαιξε ηγετικό ρόλο και στα δύο στρατόπεδα, κατέφυγε τελικά στην
αυλή του σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν. Δολοφονήθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη
από ένα βυζαντινό αξιωματούχο.
Σχίσμα των Εκκλησιών: Το Σχίσμα μεταξύ των δύο χριστιανικών Εκκλησιών
έγινε το 1054 εξαιτίας κυρίως πολιτικών λόγων αλλά και θεωρητικών διαφορών.
Οι πολιτικοί λόγοι συνδέονταν με την εξωτερική πολιτική των κρατών στα
οποία ανήκαν οι δύο Εκκλησίες. Οι θεωρητικές διαφορές αφορούσαν δύο σημεία:
αφενός δογματικές αντιθέσεις όπως σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος
και αφετέρου διιστάμενες απόψεις σχετικά με την οργάνωση και τη διοίκηση
της Εκκλησίας (οι Δυτικοί πίστευαν στην παντοδυναμία του πάπα, ενώ οι
Ανατολικοί στην πενταρχία και τη "δημοκρατικότερη" λήψη αποφάσεων μέσω
οικουμενικών συνόδων).
σχολαστική φιλοσοφία: σύστημα σκέψης που αποτελούσε το κύριο στοιχείο
της μεσαιωνικής λατινικής φιλοσοφίας και θεολογίας. Ως μέθοδος διδασκαλίας,
υπέβαλε κάθε πρόβλημα (φιλοσοφικό, θεολογικό ή επιστημονικό) σε μια λογική
και διαλεκτική εξέταση που στηριζόταν κυρίως στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
Ο στόχος του ήταν να ερευνήσει κάθε ερώτημα από διαφορετικές οπτικές γωνίες
και τελικά να βρει, μέσω της λογικής, λύσεις που να συμφωνούν και με τον
ορθολογισμό και με την χριστιανική πίστη και την παράδοση των πατέρων
της Εκκλησίας. Ο γνωστότερος στους Βυζαντινούς σχολαστικός συγγραφέας
υπήρξε ο Θωμάς ο Ακινάτης.
|