|
|
|
τάγμα δομινικανών μοναχών: θρησκευτική τάξη που ιδρύθηκε
από τον Άγιο Δομένικο το 1215 και σύντομα ανέλαβε ενεργό ιεραποστολική
δράση στην Ανατολή. Προσχώρησαν σ' αυτή βυζαντινοί μοναχοί και λόγιοι
που είχαν γίνει καθολικοί όπως ο Μανουήλ Καλέκας.
Ταμερλάνος (Τιμούρ Χαν) (1336-1405): Τουρκοτάταρος κατακτητής,
ηγεμόνας (χάνος) της Σαμαρκάνδης και δημιουργός ενός μεγάλου κράτους που
εκτεινόταν από την Κίνα ως τη Μεσόγειο Θάλασσα.
τιτουλάριος αυτοκράτορας: ονομασία των λατίνων αυτοκρατόρων που
μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1261
έφεραν μόνο τον τίτλο του λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, χωρίς
να έχουν ουσιαστικά το αξίωμα.
Τόκκοι (Tocci): Ιταλική οικογένεια που καταγόταν από το Benevento
και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία των Ιόνιων νησιών και του Δεσποτάτου
της Ηπείρου κατά το 14ο και 15ο αιώνα.
τόμος-τομογραφία: όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει έγγραφα
πολιτικού και κυρίως εκκλησιαστικού χαρακτήρα.
τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική: αρχιτεκτονικός τύπος ναού. Ορθογώνια
στην κάτοψη αίθουσα η οποία χωρίζεται σε τρία τμήματα από δύο σειρές κιονοστοιχιών,
έχει ημικυκλική αψίδα στο ανατολικό της μέρος και στεγάζεται με δίκλιτη
ξύλινη στέγη.
τρουλλαία κτίσματα: ναοί που στεγάζονται με έναν ή περισσότερους
τρούλλους.
τυπικό: ο κανονισμός λειτουργίας των μοναστηριών.
τυφλά αψιδώματα: αβαθείς μικρές εσοχές στους εξωτερικούς τοίχους.
|